close search results icon

Ο Ερντογάν υψώνει τόνους στα ελληνοτουρκικά με το βλέμμα στις ΗΠΑ

Ο Ερντογάν υψώνει τόνους στα ελληνοτουρκικά με το βλέμμα στις ΗΠΑ

Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί υψηλούς τόνους απέναντι στην Ελλάδα όμως το πραγματικό άγχος είναι με τις ΗΠΑ

Τείνουμε κάποιες φορές να θεωρούμε αυτονόητο ότι πάντα η Τουρκία χρησιμοποιεί «επιθετική ρητορική» απέναντι στην Ελλάδα. Μόνο που όπως όλες οι γενικεύσεις κάποιες φορές μας κάνει να μην προσέχουμε τι ακριβώς λέει κάθε φορά η γειτονική χώρα. Και κυρίως γιατί το λέει και σε ποιον το απευθύνει.

Η πρόσφατη αντιπαράθεση με την Τουρκία αφετηρία τη φράση του Τούρκου προέδρου για το πώς ο Έλληνας πρωθυπουργός «έχει τελειώσει γι’ αυτόν». Και είχε αυτή την αφετηρία γιατί η Τουρκία δεν είδε μόνο στην επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού μια προσπάθεια αναβάθμισης της ελληνοαμερικανικής σχέσεις. Είδε και τον κίνδυνο η Ελλάδα να «μπει σφήνα» στην προσπάθεια που κάνει εδώ και καιρό η τουρκική κυβέρνηση να αποκαταστήσει καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, σε σχέση όχι τόσο με τα ελληνοτουρκικά, όσο –και κυρίως – με την κατάσταση στη Συρία.

Η σημασία των εξελίξεων στη Συρία

Το μεγαλύτερο αγκάθι στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις παραμένει η κατάσταση στη Συρία. Για την Τουρκία – και σε αυτό συμφωνούν όλες οι πολιτικές παρατάξεις πλην προφανώς του αριστερού και φιλοκουρδικού HDP – το ενδεχόμενο να παγιωθεί μια οιονεί Κουρδική κρατική οντότητα στη Συρία, από ένα ένοπλο πολιτικό ρεύμα που ουσιαστικά είναι ο συριακός κλάδος του PKK και δη δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία, συνιστά μια «υπαρξιακή» απειλή.

Ουσιαστικά, ο πυρήνας της τουρκικής πολιτικής στη Συρία, ιδίως από τη στιγμή που φάνηκε ότι δεν είναι εύκολη η ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ, ήταν και παραμένει η αποτροπή του ενδεχόμενου να φτιάξουν οι Κούρδοι μια ανεξάρτητη πολιτική οντότητα στη Συρία. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος της όποιας τακτικής συμπόρευσης της Τουρκίας με τη Ρωσία, που στηρίζεται στο ότι η τελευταία υποστηρίζει σταθερά ότι οι Κούρδοι πρέπει να εγκαταλείψουν τα σχέδια για «κρατική μορφή» και να αποδεχτούν την εξουσία της κυβέρνησης της Δαμασκού, με αντάλλαγμα κάποια στοιχεία τοπικής αυτοδιοίκησης.

Όμως, όλα αυτά προσκρούουν πάνω στο γεγονός ότι οι Κούρδοι είναι αυτή τη στιγμή οι βασικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στη Συρία, σύμμαχοι όχι μόνο σε σχέση με την πάλη κατά του Ισλαμικού Κράτους, αλλά και για να έχουν εμμέσως πλην σαφώς οι ΗΠΑ λόγο και παρουσία στη Συρία και να μην επιτρέπουν στην κυβέρνηση Άσαντ να δηλώνει πλήρη κυριαρχία σε όλο το συριακό έδαφος. Άλλωστε, οι Αμερικανοί στρατιωτικοί στη Συρία, που ποτέ δεν αποχώρησαν πλήρως, στις περιοχές του Κούρδων βρίσκονται.

Αυτή τη στιγμή η Τουρκία διεκδικεί να προχωρήσει και σε νέα στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία, με σκοπό να κατοχυρώσει και να διευρύνει τη «ζώνη ασφαλείας» που έχει και να συμπληρώσει έτσι τις επιχειρήσεις που πραγματοποιεί στο έδαφος του Ιρακινού Κουρδιστάν. Μάλιστα, η Τουρκία υποστηρίζει ότι ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ρωσία έχουν τηρήσει τη δέσμευσή τους να εξασφαλίσουν ότι οι Κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία απέχουν 30 χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Τουρκία.

Η προσπάθεια της Τουρκίας για μια νέα ισορροπία με τις ΗΠΑ

Παράλληλα σε όλο αυτό το διάστημα η Τουρκία έχει επενδύσει σε μια προσπάθεια να επαναπροσεγγίσει τις ΗΠΑ, με δεδομένη την πιο επιφυλακτική στάση της κυβέρνησης Μπάιντεν σε σχέση με τον δίαυλο επικοινωνίας που είχε επί Τραμπ. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρχε και το «τραύμα» του πραξικοπήματος του 2016, με τον Ερντογάν να θεωρεί ότι είχε υπάρξει κάποιους είδους δυτική ανάμειξη ή έστω ανοχή στην προσπάθεια ανατροπής του.

Η επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είχε γίνει εμφανής και στον τρόπο που αντιμετωπίστηκε η προσπάθεια προμήθειας ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400, με αποκορύφωμα τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα για τα F-35, έναν αποκλεισμό που η Τουρκία τον είδε όχι τόσο ως «αλλαγή συσχετισμών» στο Αιγαίο, όσο ως ακύρωση της δυνατότητάς της να έχει αεροπορική υπεροπλία στην ευρύτερη περιοχή.

Απέναντι σε αυτά η Τουρκία επιδόθηκε μετά τις αμερικανικές εκλογές του 2020 σε μια προσπάθεια να δείξει ότι είναι «δυτική» χώρα και στην επαναπροσέγγιση όλων των συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή: των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας στον Κόλπο, του Ισραήλ, αλλά και της Αιγύπτου.

Και φάνηκε ότι ως ένα βαθμό αυτό είχε ένα αποτέλεσμα, ιδίως στη συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία. Παρά τις ισορροπίες που προσπάθησε να τηρήσει, π.χ. με το να πουλάει drones στην Ουκρανία και ταυτόχρονα να μην επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία, ή με τον προσεκτικό τρόπο που επέλεξε να ενεργοποιήσει τη Συνθήκη του Μοντρέ σε σχέση με τα Στενά, η Τουρκία κατάφερε να διεκδικήσει μια αναβάθμιση εντός ΝΑΤΟ.

Σε αυτό το φόντο, η Τουρκία είχε δει με ιδιαίτερα θετικό τρόπο το γεγονός ότι η Αμερικανική κυβέρνηση εξέταζε το ενδεχόμενο ενός σχεδίου αναβάθμισης των F-16 που μπορεί να μην υποκαθιστούν τα F-35 αλλά σίγουρα ενισχύουν τις τουρκικές αεροπορικές δυνάμεις. Και ήταν επίσης σε αυτό το φόντο που ήλπιζε σε μια συνεννόηση με τις ΗΠΑ για τη Συρία που να κατευνάζει τους «υπαρξιακούς» φόβους της.

Πώς είδε η Άγκυρα την επίσκεψη Μητσοτάκη

Σε αυτό το φόντο η τουρκική πλευρά στην επίσκεψη Μητσοτάκη δεν είδε μόνο μια προσπάθεια αναβάθμισης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Κυρίως είδε μια προσπάθεια της Ελλάδας να «μπει σφήνα» στην προσπάθεια αναβάθμισης των τουρκοαμερικανικών σχέσεων, εξ ου και ο τρόπος που αντιμετώπισε ιδίως τις παραινέσεις του Έλληνα πρωθυπουργού στο Κογκρέσο σε σχέση με την πολιτική εξοπλισμών προς χώρες όπως η Τουρκία, σε μία περίοδο όπου το διακύβευμα για την Άγκυρα είναι ακριβώς να πάρει αρχικά την έγκριση για το πρόγραμμα αναβάθμισης των F-16 και βεβαίως προοπτικά να επιστρέψει στο πρόγραμμα για τα F-35.

Δηλαδή, η Τουρκία δεν θεώρησε μόνο (ή κυρίως) ότι η Ελλάδα προσπάθησε να διαμορφώσει υπέρ της συσχετισμό σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά, αλλά και ότι προσπάθησε να υπονομεύσει την αποκατάσταση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων σε σχέση με ζητήματα όπως η κατάσταση στη Συρία.

Οι υψηλοί τόνοι ως διαπραγματευτική τακτική

Οι υψηλοί τόνοι και το ανέβασμα του πήχη σε μια συγκρουσιακή τακτική είναι μια χαρακτηριστική τακτική της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα.

Αυτό φάνηκε και στον τρόπο που έχει σηκώσει το ζήτημα με την εισδοχή της Φιλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Είναι η λογική που λέει ότι η Τουρκία δεν είναι δεδομένη και ότι μπορεί να επιβάλει όρους, ιδίως σε σχέση με το Κουρδικό. Καθόλου τυχαία και στη συγκεκριμένη περίπτωση η πραγματική διαπραγμάτευση πάλι με τις ΗΠΑ είναι.

Προφανώς και όλα αυτά επίσης συνδέονται και με απαιτήσει εσωτερικής κατανάλωσης, με την Τουρκία να βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο ουσιαστικά, την οικονομία να μην είναι πια το «ισχυρό χαρτί» του Ερντογάν και την επένδυση στον εθνικισμό ακόμη και απέναντι στο ΝΑΤΟ, να είναι ένα στοιχείο που επιτρέπει στον Ερντογάν να μετατοπίζει την πολιτική συζήτηση σε ένα πιο ευνοϊκό πεδίο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ