Φθινόπωρο τα κάλλη σου
του Τρύφων Ούρδα
Φθινόπωρο.Πρώτα έκανες πολύ δειλά την εμφάνισή σου στον κήπο μας. Με τα φύλλα στα δέντρα ν’ αλλάζουν το χρώμα τους. Να γίνονται λες και πέρασε από πάνω τους ένας αόρατος ζωγράφος και με το πινέλο του ταέπιασε ένα ένα και τα έβαψε με μεγάλη τέχνη κίτρινα, ίσως και λίγο καφέ, ίσως και λίγο χρυσά, ίσως… πώς να πεις για το ταλέντο του!
Και πραγματικά. Πόσο όμορφες έγιναν κι αυτήν την εποχή οι μηλιές, οι ροδακινιές κι εκείνες οι νυφούλες μας οι ροδιές, που πριν από λίγες μέρες είχαν ακόμα επάνω τους τα κατακόκκινα ρόδια;
Στις άκρες του κήπου, να και τα χαρούμενα κυκλάμινα. Μέσα σε μια νύχταξεπετάχτηκαν κι αυτά απ’ το χώμα και καλωσόρισαν την εποχή με το ροζ, το μωβ και το κόκκινο χρώμα τους. Μαζί στα παρτέρια κι οι κατιφέδες και τα χρυσάνθεμα, που είπανκαι του λόγου τουςνα μην ξεχάσουν να βάλουντην ομορφιά τους, από τότε, του Αϊ- Δημήτρη.
Πάνω στο μπαλκόνι λυσσαλέος αναρριχητής και το γιασεμί. Κάθε πρωί τα τελευταία του άνθη πριν τον χειμώναμιλάνε με τον ήλιο.Λούζονται στο φως του και το βράδυ πιάνουν συζήτηση μ’ εκείνο τ’ απαλό αεράκι, που φυσάει και παίρνει τ’ άρωμα τους να το πάει σ’ ανθρώπους πουμέχρι τα χαράματαδε λένε να κλείσουν τα μάτια τους και να κοιμηθούν.
«Κοιτάξτε», φώναζε και ξαναφώναζε με θαυμασμό η γιαγιά μας καθισμένη στο κατώφλι της εξώπορταςτου σπιτιού και δείχνοντας με το χέρι της τον κήπο που απλωνόταν μπροστά της.
«Κοιτάξτε καλά μου παιδιά», έλεγε,«πώς αλλάζει η φύσηκαι σε λίγο θα έρθει κιο χειμώνας!»
Δεν απαντούσαμε. Μόνο σηκώναμε τα μάτια μας και βλέπαμε τα σύννεφα ψηλά στον ουρανό. Κι όπως κοιτάζαμε,νιώθαμε και τις πρώτες ψιχάλες να πέφτουν επάνω μας. Και μετά, δεν ξέρω. Ένα μελαγχολικό χαμόγελο.
Με τις ψιχάλες να δυναμώνουν βγαίναμε και στονδρόμο που διέσχιζε το χωριό και το κομμάτιαζε στα δύο. Στις άκρες του, πάνω στις κολώνες και τα σύρματα του τηλεφώνου αλλά και σ’εκείνα του ηλεκτρικού ρεύματος, χιλιάδες πουλιά ακροβατούσαν, τσίριζαν και συζητούσαν για την επόμενη μέρα τους. Το ταξίδιτους στις ζεστές χώρες.
Όχι πως δεν ήθελαν να ζήσουν μαζί σου αγαπημένο μας φθινόπωρο! Ούτε και πως εσύ τα διώχνεις μακριά σου γιατί δε θέλεις να τα βλέπεις. Αλλά να, επειδή έτσι τα έκανε ο Θεός να φεύγουν ταξίδια μακρινά και να ζείτε μαζί μονάχα όσο κρατάει να «χαιρετίσει» ο ένας τον άλλον. Τόσο λίγος ο χρόνος,όμως,μεγάλη η επιθυμία σας για την επόμενη συνάντηση. Ξέρετε εσείς. Πάλι εδώ πάνω στα σύρματα με τη βροχούλα τ’ αποχαιρετισμού.
Παρατηρώντας όλα αυτάμ’ απορία εμείς οιμικροί θαυμαστές όλων αυτών πουαποκαλύπτοντανστη φύση, κατάπληκτοι απ’τη μαγεία της εικόνας, σηκώναμε τα χέρια και σου ευχόμασ ταν ακριβό μας φθινόπωρο ξανά και ξανά το καλωσόρισες και στους ταξιδιώτες σου τα πουλιά,ώρα τους καλήκαι να μας έρθουν πάλι του χρόνου.
Ακόμα, παντοτινοίσου λάτρες, αιώνιοι εραστές των χρωμάτων σου, τρέχαμε κι αλλού να σε βρούμε. Εκεί στο δάσος μας έξω απ’ το χωριό με τα πολλά ποτάμια και τονμπλε τονμύλο.Και σε βρίσκαμε Τι ευτυχία για όλουςμας! Περπατώντας μέσα στην καρδιά του πανέμορφου αυτού τόπουαισθανόμασταν το μεγαλείο σου να μπαίνειαπ’ τα μάτια μας βαθιά μέσα στην ψυχή μ’ εκείνη την απόλυτη,εκκωφαντική ησυχία που επικρατούσε ανάμεσα στα δέντρακαι με τα πολλά κίτρινα φύλλα επάνω τους, που κάθε τόσο έπεφτανπάνω στα κεφάλια μας και μιλούσαν για σένα.Τον ατέλειωτο ρομαντικόμας φίλο!
Έρημη πολιτεία εδώ τώρα ο χώρος, μ’όλα ταέμψυχα και τ’άψυχα μέσαστα φυλλοκάρδια του να είναι σε μια κατάσταση πρωτόγνωρης γαλήνης και νεκρικής σιγής. Νιρβάνα. Δε βλέπαμε πεταλούδες και δεν ακούγαμε πια τα πουλιά να κελαηδούν. Ούτε να ξεπετάγονται από δίπλα μας τρομαγμέναζωάκια και με τα μάτια τους να μας κοιτάνε περίεργα. Σήμερα ακούμεμονάχατους γυάλινους ήχους των νερών που τρέχουν στα ποτάμια και φτάνουν στ’ αυτιά μας σαν απαλές,γλυκές νότεςπαλιού καιξεχασμένου τραγουδιού.
Ωστόσο, βαθιάστην ερημιά, στο βάθος των δέντρων, βλέπουμε κάποιες κινήσεις. Μέσα απ’τα ξερά κλαδιά τους μετα λίγα κιτρινισμένα χόρτα που τα πνίγουν και μας εμποδίζουν να δούμε καλύτερα, διακρίνουμε ένα άτομο. Πολύ γνωστό καιχωριανό μας. Μπροστά στον μύλο μαζί με το μυλωνά φορτώνει πάνω στο γαϊδουράκι του δυο σάκουςμ’ αλεύρι. Ετοιμάζει φαίνεται το ψωμί του για το χειμώνα. Οίδιος μετά, τραβώντας από μπροστά το ζώο, παίρνει το στενό,φιδίσιο μονοπάτι που τον φέρνει κοντά μας.
Λίγα βήματα,όμως,πριν τη συνάντησηζούμε μια καινούργια έκπληξη.Απ’ το πουθενά φαίνεται να ξεσπάει μπόρα. Οι αστραπές δίνουν και παίρνουν και το δάσος βουίζει απ’ τις χοντρές σταγόνες που πέφτουν στα δέντρα του. Ξαφνιασμένος ο άνθρωπος βάζειτο καπέλοκαλά στο κεφάλι του, κουμπώνει και το σακάκι και χτυπώντας το γαϊδουράκιτου να βιαστεί, μας λέει:
-Τρέξτε, δε βλέπετε, βρέχει. Θα γίνετε μουσκίδι!
-Ναι, βέβαια, βρέχει του απαντάμε κι εμείς αδιάφορα, λες και δεν είχαμε αντιληφθεί το γεγονός, ούτε ότι τα ρούχα μας άρχισαν να στάζουν νερό.
Τελικά, τρέξαμε να κρυφτούμε στο χωριό. Μέχρι,όμως, να φτάσουμεκολυμπούσαμε στους δρόμους που είχαν γίνει μικροί χείμαρροιμε θολά νερά. Κι όταν λαχανιασμένοι φτάσαμε στην πλατεία του, «ώ του θαύματος!» Η νεροποντή σταμάτησε. Τα σύννεφατραβήχτηκαν ψηλά στον ουρανό κι άφησαν για λίγο τον ήλιο να ξεμυτίσει. Ήλιος, βέβαια,μ’ ένα παράπονο χαραγμένο στη ματιά του!
Σιωπηλή, βουβή η πλατεία, υποδεχόταν τώρα μετά από μας και το ψυχρό βοριαδάκι. Μαέστρος σε συναυλία με γρήγορους ρυθμούς ο καινούργιος επισκέπτης πέρασε και σφύριξε πάνω στα κλαδιά των πλατανιών, τίναξε όσα φύλλα έμειναν ακόμα επάνω τους κι ύστερα στο διάβα τουκατέβηκε στη γη.Μάζεψε κι από κάτω όσα φύλλα μπόρεσε να τα πιάσει,τα σήκωσε ψηλά και με βία τα στρίμωξε σε μια γωνιά στην άκρη της πλατείας, κάτω απ’έναν ασβεστωμένο πλίθινο τοίχο.
Συγκλονιστικό! Όλο πια το χτες συγκεντρωμένο σεμια άμορφη μάζανεκρών ξερόφυλλων πουπάνω τους,όμως, έμειναν ζωντανές κι έστησαν χορό οιαναμνήσεις του καιρού που μας άφησε και δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε.
Όμως, κι εδώ το καλό μας φθινόπωρο σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια!Το φθινόπωροόλων των χρωμάτων. Της έμπνευσης και της δημιουργίας. Όπως το φαντάστηκε και το φιλοτέχνησε ο Θεός, ο μεγάλος Δημιουργός του για να υπενθυμίζει στα ακριβά πλάσματά του την αλλαγή στις εικόνες των ματιών τους, την ανανέωση των συναισθημάτων τους και πιο πολύ την αρχή και την προσαρμογή τους σε μια νέα εποχή.
Ναι! Το πέρασμα αγαπητοί φίλοι. Η γέφυρα για καινούργια όνειρα και καινούργιες συγκινήσεις.Μια ανάπαυλα και μια στάση της ψυχής για να κλειστείτώρα ερμητικάστον εαυτό της και να σκεφτεί πράγματαπου ήθελε να κάνει τότε,στο καταγάλανο στερέωμα, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε να το πετύχει. Κι έτσι αυτά έμειναν ανεκπλήρωτα.
Ακόμα,η άπληστη σε επίγειους ενθουσιασμούςψυχή καινα ταξιδέψει. Να πάει με τη φαντασία της σ’ όλες τις μελαγχολικές κι αμίλητες γωνιές του κόσμου. Να δει απ’ το παράθυροτηςπεριπλάνησης τις πρώτες στάλες της βροχής να το χτυπάνε με θόρυβο και μέσα απ’ τα κιτρινωπά και μπρούτζινα φυλλώματα των δέντρωνπάνω στο νοτισμένο και θολό τζάμι, γοητευμένηαπ’ τις χάρες του,να γράψει:
«Φθινόπωρο τα κάλλη σου!»
Απίθανες στιγμές,σταλμένεςσ’ έναν κόσμο που καμιά φορά βλέπει τον κάτασπροουρανό του να συννεφιάζει.Με σύννεφα,όμως,σαν αυτά του πολύχρωμου φθινόπωρου και της απαράμιλλης θαλπωρής του.
Έτσι, για να περιμένει μετά νοσταλγικάτην Άνοιξη και τον ολόλαμπρο ήλιο της!
20 – 12 – 2020
ΣΧΟΛΙΑ