Γιατί το 53% των γονέων δεν κάνει αυτό το εμβόλιο στα κορίτσια – Τι έδειξε ελληνική μελέτη

Photo: iStock
Ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) είναι ο πιο συχνά μεταδιδόμενος ιός μέσω σεξουαλικής επαφής και ο βασικός αιτιολογικός παράγοντας για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, σχεδόν όλα τα περιστατικά του καρκίνου τραχήλου της μήτρας σχετίζονται με λοίμωξη από τον ιό HPV. Το εμβόλιο κατά του HPV, διαθέσιμο πλέον για περισσότερα από 15 χρόνια, έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικό στην πρόληψη των προκαρκινικών βλαβών και του καρκίνου, με προστασία που φτάνει έως και το 90% έναντι των επικίνδυνων στελεχών.
Παρά τα επιστημονικά δεδομένα, η κάλυψη παραμένει ανεπαρκής. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τα ποσοστά εμβολιασμού φτάνουν ή ξεπερνούν το 70%. Στην Ελλάδα, όμως, εκτιμάται ότι μόλις το 30-35% των έφηβων κοριτσιών έχουν εμβολιαστεί. Το κενό αυτό εγείρει ανησυχίες και ερωτήματα: τι είναι αυτό που εμποδίζει τους γονείς να εμβολιάσουν τα παιδιά τους;
Σε αυτό το ερώτημα, απαντήσεις επιχειρεί να δώσει μια ελληνική μελέτη από το Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, δημοσιευμένη στο Journal of Pediatric and Adolescent Gynecology. Ερευνητές ανέλυσαν τις στάσεις και τις αντιλήψεις 996 γονέων κοριτσιών 11–18 ετών, σε ένα δείγμα που αντανακλά τα κοινωνικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μόλις 47% των γονέων είχαν ξεκινήσει τον εμβολιασμό της κόρης τους, ενώ το 53% παρέμενε ανεμβολίαστο.
Στους γονείς που εμβολίασαν, ο καθοριστικός παράγοντας ήταν η σύσταση του γιατρού (50,2%). Επίσης, σχεδόν οι μισοί (46,8%) ανέφεραν ως κίνητρο την πρόληψη σοβαρών ασθενειών στο μέλλον.
Αντίθετα, στους γονείς που δεν προχώρησαν, οι κυριότεροι λόγοι ήταν η έλλειψη πληροφόρησης (25,6%), η πεποίθηση ότι το παιδί τους είναι «πολύ μικρό» για ένα τέτοιο εμβόλιο (22,3%) και οι ανησυχίες για τη σχετική «καινούρια» φύση του εμβολίου (14,2%).
Οι στάσεις πίσω από τις (γονεϊκές) αποφάσεις
Η μελέτη δεν περιορίστηκε στα ποσοτικά δεδομένα αλλά κατέγραψε και τις στάσεις των γονέων γύρω από το όλο ζήτημα του εμβολιασμού.
Όσοι αρνήθηκαν τον εμβολιασμό συμφωνούσαν συχνότερα με φράσεις όπως «δεν έχω αρκετές πληροφορίες για να αποφασίσω» ή «είναι νωρίς για να εμβολιαστεί ένα παιδί για ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα».
Από την άλλη, οι υποστηρικτές του εμβολιασμού δήλωσαν ότι πιστεύουν έντονα στην αποτελεσματικότητά του, τόσο για την πρόληψη των κονδυλωμάτων όσο και για τον καρκίνο τραχήλου της μήτρας.
Ακόμη ένα ενδιαφέρον εύρημα ήταν ότι πολλοί γονείς (73,5%), ακόμη και εκείνοι που εμβολίασαν, ξεκίνησαν τον εμβολιασμό μετά τα 11 έτη, παρά το γεγονός ότι οι διεθνείς οδηγίες συνιστούν να γίνεται στην ηλικία των 11–12 ετών, πριν από την έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας, όταν η ανοσολογική απόκριση είναι ισχυρότερη.
Παράγοντες που αυξάνουν ή μειώνουν τις πιθανότητες εμβολιασμού
Η ηλικία των γονέων έπαιξε καθοριστικό ρόλο: οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έτειναν να εμβολιάζουν συχνότερα. Παράλληλα, κάποιοι εξέφρασαν φόβους ότι το εμβόλιο μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρη έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας, παρά το γεγονός ότι οι μελέτες δεν έχουν δείξει καμία τέτοια συσχέτιση.
Σημαντικό ήταν και το στοιχείο της εμπιστοσύνης: εκείνοι που ένιωθαν ότι έχουν καλή σχέση με τον παιδίατρο ή τον οικογενειακό γιατρό τους ήταν πιο πιθανό να αποδεχτούν το εμβόλιο.
Τι σημαίνουν τα ευρήματα
Η μελέτη καταλήγει ότι η ενημέρωση από τους επαγγελματίες υγείας είναι καθοριστικής σημασίας. Η απλή αναφορά ότι «προτείνεται ο εμβολιασμός» δεν αρκεί. Χρειάζεται λεπτομερής επεξήγηση για την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητα και τη σημασία του έγκαιρου εμβολιασμού.
Σε επίπεδο δημόσιας υγείας, οι ερευνητές τονίζουν την ανάγκη για οργανωμένες παρεμβάσεις ενημέρωσης, καθώς και για πολιτικές που θα ενισχύσουν την πρόσβαση στον εμβολιασμό. Μόνο έτσι μπορεί να προσεγγιστεί ο στόχος του 80% κάλυψης, που θεωρείται απαραίτητος για τη συλλογική ανοσία.
Η έρευνα με μια ματιά
Δείγμα: 996 γονείς κοριτσιών 11–18 ετών
Ποσοστό εμβολιασμού: 47% είχαν ξεκινήσει, 53% όχι
Κύριοι λόγοι εμβολιασμού: σύσταση γιατρού (50,2%), προστασία στο μέλλον (46,8%)
Κύριοι λόγοι μη εμβολιασμού: έλλειψη πληροφόρησης (25,6%), πολύ μικρή ηλικία (22,3%), «νέο» εμβόλιο (14,2%)
Ηλικία εμβολιασμού: κυρίως μετά τα 11 έτη, παρά τις συστάσεις για έναρξη από 11–12
Κάλυψη στην Ελλάδα: περίπου 30–35%, έναντι 70% σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Νορβηγία
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
-
Η έκτακτη ανακοίνωση της ΕΡΤ για την Eurovision - Αλλάζουν όλα
17 Σεπτεμβρίου 2025
ΣΧΟΛΙΑ