close search results icon

«Η Αριστερά στην Ιταλία πρέπει να μάθει να ακούει, όχι να προσπαθεί να διδάξει»

Μιλώντας στην «Εφ.Συν.», ο Γκαρλίνι αναφέρθηκε αναλυτικά στη «χρησιμότητα» της νεοφασιστικής τρομοκρατίας για την αποσταθεροποίηση της χώρας του.

O Aλμπερτο Γκαρλίνι, με το μυθιστόρημά του «La Legge dell’odio («O νόμος του μίσους»), το οποίο μόλις κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Πόλις», εξερεύνησε, μέσα από μυθοπλασία αλλά και αναφορές στην ιστορική πραγματικότητα τη νεοφασιστική, τρομοκρατική βία στην Ιταλία. Πρωταγωνιστής του βιβλίου, ένας νέος ο οποίος έχει ως μόνο σημείο αναφοράς την εξουδετέρωση του εχθρού μέσω της βίας.

Μιλώντας στην «Εφ.Συν.», ο Γκαρλίνι αναφέρθηκε αναλυτικά στη «χρησιμότητα» της νεοφασιστικής τρομοκρατίας για την αποσταθεροποίηση της χώρας του, στο ελληνικό «υπόδειγμα» της χούντας, αλλά και στη σημερινή Ιταλία. Με μια ειλικρινή προσέγγιση της κρίσης της Αριστεράς αλλά και της ανόδου της Τζόρτζια Μελόνι στην εξουσία.

Πώς γεννήθηκε «Ο νόμος του μίσους»;

Ηθελα να γράψω ένα βιβλίο για τον Μπρους Τσάτουιν και το φαινόμενο του νομαδισμού. Αρχισα να διαβάζω συνεχώς, όπως κάνω πάντα πριν γράψω ένα βιβλίο. Ο Τσάτουιν είχε έρθει πολλές φορές στην Ιταλία και κάποια στιγμή είπα στον εαυτό μου: «Κι αν τον βάλω να συναντηθεί με έναν νέο, Ιταλό νεοφασίστα;» Σκέφτηκα να δημιουργήσω μια αντιπαράθεση: από τη μια ο νομαδισμός και από την άλλη η ιδέα του αίματος, της γης και πατρίδας. Αλλά η πρόθεση αυτή δημιούργησε ένα νέο πρόβλημα, διότι κατάλαβα ότι δεν γνώριζα τίποτα για τον φασισμό και τον νεοφασισμό. Αρχισα να συλλέγω στοιχεία και πληροφορίες. Και βρήκα μια φωτογραφία του 1968, από την περιοχή Βάλε Τζούλια της Ρώμης, όπου ξεκίνησε η φοιτητική αμφισβήτηση. Εκεί όπου οι νέοι, οι φοιτητές, πρωτοαντέδρασαν και απάντησαν στους αστυνομικούς. Εκεί όπου άρχισαν οι συγκρούσεις. Είδα πως, παρότι το φαινόμενο αυτό συνδέθηκε με τον Μάο και τον Τσε, στη φωτογραφία υπήρχαν μια δεκαριά νεοφασίστες. Ανθρωποι που στη συνέχεια έπαιξαν ρόλο και στη «στρατηγική της έντασης», σε μια σειρά εκρήξεων, βομβιστικών επιθέσεων που, τη δεκαετία του 1970, βύθισαν την Ιταλία σε τεράστιο πένθος. Διερωτήθηκα τι δουλειά είχαν εκεί και από ένα βιβλίο για τον Τσάτουιν φτάσαμε, τελικά, σε βιβλίο με κύριο πρόσωπο έναν νεοφασίστα και μια μικρή, μόνον, αναφορά στον Τσάτουιν.

Με ποια, ακριβώς, κεντρική ιδέα;

Διεπίστωσα ότι στην πρόσφατη ιστορία της χώρας μου υπάρχει μια μαύρη σκιά, μια αρχέγονη βία, έστω και αν οι Ιταλοί δεν το έχουν συνειδητοποιήσει στον βαθμό που θα έπρεπε. Το πρόσωπο αυτό μου χρειαζόταν για να παρουσιάσω τη σκοτεινή αυτή πλευρά της ιστορίας μας.

O νεοφασίστας τρομοκράτης Τζούσβα Φιοραβάντι δήλωσε ότι στην οργάνωσή του υπήρχε ελάχιστη ιδεολογία, και σχεδόν μόνον η ανάγκη «να κάνουν κάτι», να απαντήσουν στη δράση των «κόκκινων». Συμφωνείτε; Εχουμε και την αναφορά στον φασιστικό μύθο της δράσης ως ιδεολογίας...

Νομίζω ότι αυτό είναι το κύριο θέμα. Θεωρώ ότι η πολιτική πρέπει να μετατρέπει τον θυμό και την αίσθηση αδικίας σε ένα μακρόπνοο σχέδιο. Ο θυμός και η αίσθηση αδικίας χρησιμεύουν στο να αλλάξει η κοινωνία, αλλά η πολιτική θα έπρεπε να τα σταματά πριν μετατραπούν σε φαινόμενο που μεταδίδεται ανεξέλεγκτα και γίνεται αιματηρή αναρχία και πόλεμος «όλων εναντίων όλων».

Κάτι που δεν συνέβη με τη νεοφασιστική τρομοκρατία...

Ναι, διότι ο κομμουνισμός, απλουστεύοντάς τα, λέει στον εργάτη: «Μη σπάσεις το κεφάλι του αφεντικού, αλλά συντονίσου μαζί με όλους τους προλετάριους και μια μέρα θα φτάσουμε στην τέλεια κοινωνία». O φασισμός νομίζω ότι είναι το ακριβώς αντίθετο: επιλέγει μόνο τη δράση, με στόχο, δήθεν, να λυθούν τα προβλήματα σκοτώνοντας και σπάζοντας κεφάλια και, ενδεχομένως, μόνον λαμβάνει υπόψη έναν κάποιο προβληματισμό. Νομίζω ότι πρόκειται, κυρίως, για ανθρωπολογική διαφορά. Με τον τρόπο αυτό, κανείς απαρνείται, βέβαια, τον ίδιο την ουσία της πολιτικής.

Μετά την έρευνα και το βιβλίο σας, ποιος πιστεύετε ότι ήταν ο ρόλος των Ιταλών νεοφασιστών στις μεγάλες βομβιστικές σφαγές της δεκαετίας του 1970;

Είναι ένα τεράστιο πρόβλημα. Είχαμε πολλές σφαγές, με εκρήξεις βομβών, αλλά σχεδόν όλες τελικά έμειναν ατιμώρητες. Με μόνη εξαίρεση τη σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα στο Μιλάνο. Είναι σαφές ότι η δράση «εκτροχιασμένων μυστικών υπηρεσιών» συναντήθηκε με εκείνη πολλών νεοφασιστών, και με τη δημιουργία κάποιων «εγκεφάλων», που συντόνισαν τις βίαιες αυτές επιθέσεις. Είχαμε και έναν σκοτεινό ρόλο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, όπως και σειρά «απλών εκτελεστών».

Ο κοινός στόχος όλων ήταν να μην καταφέρει να κυβερνήσει το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, διότι ήταν κάτι που θεωρούσαν ανεπίτρεπτο. Ολοι ξέρουμε άλλωστε ότι οι Ιταλοί νεοφασίστες ήρθαν στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα της χούντας, για να διδαχθούν πώς να δημιουργήσουν ταραχές. Και με στόχο να υπάρξει, στη συνέχεια, αίτημα για «νόμο και τάξη» από μέρους των πολιτών. Υπάρχουν πληροφορίες για ταξίδι εκατό περίπου Ιταλών νεοφασιστών με προορισμό την Αθήνα, με αυτόν ακριβώς τον σκοπό.

Στην Ιταλία, βέβαια, δεν επιβλήθηκε δικτατορία...

Ευτυχώς όχι, αλλά αυξήθηκαν τα ποσοστά της Χριστιανικής Δημοκρατίας, με ψήφο «υπέρ της τάξης και της ασφάλειας», η οποία μπλόκαρε το πολιτικό σύστημα, εμποδίζοντας την ουσιαστική ανανέωση της πολιτικής τάξης της χώρας μας.

Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου σας, όμως, πριν πεθάνει αποκαλύπτει τους υπεύθυνους των βομβιστικών επιθέσεων που είχαν στόχο την αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας μας. Πρόκειται για μια προσπάθεια εξιλέωσης, για μια όψιμη μετάνοια;

Αυτό που θέλησα να κάνω ήταν να παρουσιάσω έναν φασίστα, ο οποίος να μπει σε βαθιά κρίση, χωρίς έξωθεν σημαντικές παρεμβάσεις. Διάβασα πολλές προσωπικές ιστορίες και επιχείρησα να καταλάβω πώς φτάνει κανείς σε αυτή την απόλυτη βία. Χωρίς, φυσικά, να θέλω να τη δικαιολογήσω.

Είναι αυτό που κάνει ο Ντοστογιέφσκι με τον Ρασκόλνικοφ. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι για να τα καταφέρω του προσέδωσα γνωρίσματα και χαρακτηριστικά που δεν ανήκουν σε έναν «συνηθισμένο φασίστα». Ο Στέφανο έχει ως εργαλείο ερμηνείας την πραγματικότητας μόνο τη βία. Οταν καταλαβαίνει τη λάθος πορεία του, η μόνη εναλλακτική είναι να στρέψει τη βία αυτή κατά του εαυτού του. Γράφοντας το βιβλίο, αναγκάστηκα να αναλύσω και τον ίδιο μου τον εαυτό. Και κατάλαβα ότι, τελικά, ο καθένας μας μπαίνει στον πειρασμό, κάποια στιγμή, να λύσει τα όποια προβλήματα με τον πιο απλοϊκό αλλά και τραυματικό τρόπο.

Πιστεύετε ότι η ιταλική κοινωνία έχει πλήρη επίγνωση της φασιστικής δικτατορίας και των συνεπειών της;

Εγινε μια προσπάθεια να καταλάβουμε το όλο αυτό φαινόμενο, ώστε να μην το δικαιολογήσουμε. Δύσκολα, όμως, ξεπεράσαμε τη μεροληπτική προσέγγιση. Και ο κίνδυνος είναι να μετατραπεί ο φασισμός σε ένα είδος καρικατούρας. Σε αποκλειστικά και μόνο μια γενικόλογη αναφορά, με την οποία χαρακτηρίζουμε έναν πολιτικό μας αντίπαλο. Προσωπικά, δεν τάσσομαι υπέρ της δαιμονοποίησης του εχθρού, αλλά της πραγματικής γνώσης του φαινομένου.

Αλλά στην Ιταλία υπάρχει και διαδεδομένος μύθος, σύμφωνα με τον οποίο «μέχρι να συμμαχήσει με τον Χίτλερ, ο Μουσολίνι ήταν ένας καλός δικτάτορας»...

Ενας «μύθος» λανθασμένος, διότι ο Μπενίτο Μουσολίνι ήταν κάκιστος πριν, και φυσικά μετά, τη συμμαχία με τον Χίτλερ. Είναι αλήθεια, όμως, ότι η λανθασμένη αυτή άποψη συνεχίζει να ακούγεται, έστω και αν αφορά, πλέον, κυρίως τις παλαιότερες γενιές. Ο,τι δεν κατάφερε η επεξεργασία της ιστορικής μνήμης θεωρώ ότι θα το πετύχει η λήθη.

Πώς βλέπετε τη δύσκολη κατάσταση της ιταλικής Αριστεράς;

Δεν είναι πολύ αισιόδοξος. Θα έπρεπε να αρχίσει να μιλά με ανθρώπους, με πολίτες στους οποίους δεν απευθύνεται εδώ και δεκαετίες. Να ακούσει τις ιδέες τους για τη ζωή, για το μέλλον, σε μια όσο γίνεται πιο ανοικτή διαδικασία. Η Αριστερά στην Ιταλία πρέπει να αρχίσει να ακούει και όχι να μπαίνει πάντα στον πειρασμό να θέλει να διδάξει. Χρειάζεται θάρρος, για να αρχίσει μια πορεία χωρίς προκαθορισμένο σημείο και στόχο ολοκλήρωσης.

Ποια είναι η άποψή σας για τη νέα κυβέρνηση Μελόνι;

Θεωρώ ότι απέχουμε πολύ, ιστορικά, από τα ακραία κινήματα του παρελθόντος. Πιστεύω ότι βρίσκεται εντός του δημοκρατικού πλαισίου, από τη στιγμή που έχει ψηφιστεί από τους πολίτες.

Ο χώρος από τον οποίο προέρχεται η Μελόνι, βέβαια, βλέπει με αρκετή συμπάθεια τη συνταγή «πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια». Παρά ταύτα, είμαι της άποψης ότι πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι ακριβώς θα συμβεί. Πέρα από όλα αυτά, η προσωπική μου άποψη είναι ότι τόσο η Ιταλία όσο και η Ελλάδα δεν έχουν μεγάλη ευχέρεια κινήσεων, σε επίπεδο διακυβέρνησης. Διότι είναι χώρες γεμάτες χρέη και όποιος ελέγχει το χρέος ελέγχει και την οικονομική πολιτική μιας χώρας.

Πιστεύω, δηλαδή, ότι μεγάλο μέρος των πολιτικών πρωτοβουλιών θα είναι «καλλωπιστικού» είδους. Με αναγγελίες και συζητήσεις για το θέμα των μεταναστών, τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και κάποια άλλα. Σαφώς και είναι σημαντικά προβλήματα, αλλά δεν θα υπάρξει καμία ουσιαστική αναφορά στο κύριο θέμα της εποχής μας, που είναι το ξήλωμα του κοινωνικού κράτους μας.

πηγή: Θόδωρος Ανδρεάδης-Συγγελλάκης από την έντυπη "Εφημερίδα των Συντακτών".

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ