close search results icon

Η υψηλή φορολογία τροφοδοτεί το παράνομο εμπόριο αλκοολούχων ποτών

Η υψηλή φορολογία τροφοδοτεί το παράνομο εμπόριο αλκοολούχων ποτών

Η υψηλή φορολογία τροφοδοτεί το παράνομο εμπόριο αλκοολούχων ποτών

Συμμετοχή της Εν.Ε.Α.Π. σε Ημερίδες της Ελληνικής Αστυνομίας με θέμα «Παράνομη διακίνηση και διάθεση αλκοολούχων ποτών στην εσωτερική αγορά, αντιμετώπισή της και επιπτώσεις στην υγεία των καταναλωτών και στην οικονομία»

Η παράνομη διακίνηση και διάθεση αλκοολούχων ποτών στην ελληνική αγορά —και ο ρόλος που διαδραματίζει η υψηλή φορολογία στη συντήρηση και διόγκωση του φαινομένου— βρέθηκαν στο επίκεντρο ημερίδων που συνδιοργάνωσαν η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης, η Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας, η Γενική Περιφερειακή Διεύθυνση Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, η Γενική Περιφερειακή Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας και η Ένωση Επιχειρήσεων Αλκοολούχων Ποτών (Εν.Ε.Α.Π.), με θέμα: «Παράνομη διακίνηση και διάθεση αλκοολούχων ποτών στην εσωτερική αγορά, αντιμετώπισή της και επιπτώσεις στην υγεία των καταναλωτών και στην οικονομία», τη Δευτέρα 13 Οκτωβρίου, την Τρίτη 14 Οκτωβρίου και την Τετάρτη 15 Οκτωβρίου αντίστοιχα στη Θεσσαλονίκη, την Κομοτηνή και την Κοζάνη.

Τις εκδηλώσεις προλόγισε, μέσω μαγνητοσκοπημένου μηνύματος, ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, Γεώργιος Πιτσιλής, ο οποίος αναφέρθηκε στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια στην καταπολέμηση του λαθρεμπορίου αλκοολούχων ποτών. Όπως υπογράμμισε, πρόκειται για μια προσπάθεια με διττή σημασία —προστατεύει τη δημόσια υγεία και την οικονομία, ενώ παράλληλα ενισχύει τη νομιμότητα και τη διαφάνεια στην αγορά, διασφαλίζοντας ίσους όρους ανταγωνισμού και σταθερά δημόσια έσοδα.

Τις ημερίδες χαιρέτησαν εκπρόσωποι της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, της Γενικής Περιφερειακής Διεύθυνσης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και της Γενικής Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας.

Οι ημερίδες χαρακτηρίστηκαν από υψηλό επίπεδο συμμετοχής από αστυνομικούς, τελωνειακούς, υπαλλήλους του Γενικού Χημείου και εκπροσώπους του ΣΕΚ (Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο καταπολέμησης του λαθρεμπορίου σε προϊόντα που υπόκεινται σε ΕΦΚ). Από την πλευρά της Βιομηχανίας συμμετείχαν εκπρόσωπος της Alliance Against Counterfeit Spirits (A.A.C.S), που είναι η Διεθνής Ένωση εναντίον των Παραποιημένων Αλκοολούχων ποτών και εκπρόσωποι της Ένωσης Επιχειρήσεων Αλκοολούχων Ποτών (Εν.Ε.Α.Π.). Όλοι τόνισαν ότι, πέρα από την εκπαίδευση και την ενημέρωση των εμπλεκόμενων φορέων, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου εμπορίου απαιτεί δράση για τις δομικές αιτίες που το τροφοδοτούν — αναφερόμενοι και στην ανάγκη εξορθολογισμού του φορολογικού πλαισίου, ώστε να μειωθούν τα κίνητρα για παραβατικότητα και να ενισχυθεί η θεμιτή αγορά.

Κατά την εισήγησή της, η Γενική Διευθύντρια της ΕΝΕΑΠ, Σοφίκα Παπανικολάου, παρουσίασε μια ολοκληρωμένη αποτύπωση του φαινομένου του παράνομου εμπορίου αλκοόλ, συνδέοντας τη διεθνή εμπειρία με την ελληνική πραγματικότητα. Μέσα από στοιχεία διεθνών οργανισμών και φορέων του κλάδου, ανέδειξε ότι η κατανάλωση μη καταγεγραμμένου αλκοόλ αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις — στερώντας δισεκατομμύρια από τα δημόσια ταμεία και τροφοδοτώντας παράνομα δίκτυα που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία εκατομμυρίων καταναλωτών. Όπως υπογράμμισε, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η διαφορά τιμής μεταξύ νόμιμου και παράνομου αλκοόλ είναι ο βασικός μηχανισμός που διευρύνει το πρόβλημα διεθνώς.

Εστιάζοντας στην Ελλάδα, αναφέρθηκε στη μελέτη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Προστασίας Πνευματικών Δικαιωμάτων (EUIPO), σύμφωνα με την οποία οι απώλειες πωλήσεων από παραποιημένα και παράνομα προϊόντα ανέρχονται στο 11% της αγοράς. Αυτό το ποσοστό κατατάσσει τη χώρα στη δεύτερη υψηλότερη θέση στην Ευρώπη (μετά τη Λιθουανία), αν και τα ίδια τα στοιχεία των επιχειρήσεων δείχνουν ότι στην πραγματικότητα είναι τουλάχιστον διπλάσιο.

Τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών αποτυπώνουν με σαφήνεια την έκταση του φαινομένου. Περισσότερες από 6 εκατομμύρια φιάλες διακινούνται παράνομα κάθε χρόνο, με συνολικές απώλειες άνω των 72 εκατ. ευρώ. Στον τομέα των χύμα αποσταγμάτων, υπολογίζεται ότι διακινούνται παράνομα περίπου 1 εκατ. λίτρα ετησίως, επιβαρύνοντας το Δημόσιο με απώλειες που αγγίζουν τα 130 εκατ. ευρώ.

Η κ. Παπανικολάου επεσήμανε ότι το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την υπερβολική φορολόγηση. Η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στην Ε.Ε. ως προς το ύψος του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) σε σχέση με την αγοραστική δύναμη και πέμπτη σε απόλυτους αριθμούς. Αυτή η διαφορά, όπως τόνισε, δημιουργεί ισχυρό κίνητρο για λαθρεμπόριο, ειδικά σε μια γεωγραφική περιοχή όπου οι γειτονικές χώρες των Βαλκανίων εφαρμόζουν έως και πέντε φορές χαμηλότερους συντελεστές.

Χαρακτηριστικά ανέφερε: «Όλα τα διαθέσιμα δεδομένα, τόσο από την Ελλάδα όσο και διεθνώς, καταδεικνύουν πως η υπερφορολόγηση και οι ασύμμετροι συντελεστές ΕΦΚ αποτελούν τους κύριους παράγοντες που συντηρούν και ενισχύουν το παράνομο εμπόριο, διαβρώνοντας τον θεμιτό ανταγωνισμό και αποσταθεροποιώντας το επιχειρηματικό περιβάλλον. Ως κλάδος, έχουμε καταθέσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο προτάσεων για την καταπολέμηση του φαινομένου, με κεντρικό άξονα τη σταδιακή προσαρμογή του ΕΦΚ στα αποστάγματα προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο — μια μεταρρύθμιση που μπορεί να περιορίσει δραστικά τα κίνητρα παράνομης διακίνησης και να ενισχύσει τη νόμιμη αγορά. Το παράνομο εμπόριο δεν είναι απλώς ζήτημα φορολογικής πολιτικής, αλλά μια πολυδιάστατη απειλή για την οικονομία, τη δημόσια ασφάλεια και την κοινωνική συνοχή. Η αντιμετώπισή του απαιτεί συνέργειες, σταθερή πολιτική βούληση και συλλογική δράση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς».

Κοινή διαπίστωση όλων των ελεγκτικών αρχών και των συμμετεχόντων στην ημερίδα είναι ότι η υψηλή φορολογία είναι το βασικό κίνητρο για το παράνομο εμπόριο αλκοολούχων ποτών, το οποίο πέραν των οικονομικών του επιπτώσεων, απειλεί και τη δημόσια υγεία και την έννομη τάξη. Παρότι τα νοθευμένα ποτά αποτελούν μόνο ένα εξαιρετικά μικρό τμήμα της παράνομης αγοράς, είναι γεγονός πως, με την ποιότητα των προϊόντων και τις συνθήκες παραγωγής να είναι ανεξέλεγκτα, αυτά θέτουν σε πραγματικό κίνδυνο την υγεία των καταναλωτών. Επιπρόσθετα, η ανάπτυξη των δικτύων που διακινούν παράνομα αλκοολούχα ποτά ενισχύει το οργανωμένο έγκλημα, απειλώντας την ασφάλεια των πολιτών.

ΕΝΕΑΠ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ