close search results icon

Νατσιός: Θυμηδία προκαλούν οι ελληνικές διαμαρτυρίες μετά την αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας

Η Σόφια εξακολουθεί να αμφισβητεί πτυχές της ιστορικής και γλωσσικής ταυτότητας του γειτονικού κράτους, γεγονός που ωθεί τα Σκόπια να προβάλλουν με μεγαλύτερη ένταση όσα θεωρούν ήδη «κατοχυρωμένα» στο διεθνές πεδίο.

Η πρόσφατη δήλωση του πρωθυπουργού των Σκοπίων περί «γλώσσας» και «ιθαγένειας», σε συνάρτηση με τη μελλοντική ενταξιακή πορεία της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν αποτελεί ούτε ρητορική υπερβολή ούτε εσωτερική κατανάλωση. Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ΝΙΚΗΣ, Δημήτρης Νατσιός, πρόκειται για μια τοποθέτηση με σαφή πολιτικό και διπλωματικό υπόβαθρο, η οποία αντανακλά τις πραγματικές ανησυχίες της σκοπιανής ηγεσίας απέναντι σε πιθανές βουλγαρικές αντιδράσεις κατά τη διαδικασία της ευρωπαϊκής διεύρυνσης.

Η Σόφια εξακολουθεί να αμφισβητεί πτυχές της ιστορικής και γλωσσικής ταυτότητας του γειτονικού κράτους, γεγονός που ωθεί τα Σκόπια να προβάλλουν με μεγαλύτερη ένταση όσα θεωρούν ήδη «κατοχυρωμένα» στο διεθνές πεδίο.

Σε αυτό το σημείο, όμως, η κριτική του Δημήτρη Νατσιού μετατοπίζεται ευθέως προς την Αθήνα και ειδικότερα προς την ανακοίνωση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΝΙΚΗΣ, η αντίδραση του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, δεν συνιστά υπεράσπιση εθνικών θέσεων, αλλά μια άστοχη και υποκριτική τοποθέτηση, η οποία υπό το φως της πραγματικότητας προκαλεί μόνο θυμηδία. Και αυτό διότι η ίδια η ελληνική πολιτεία, με την υπογραφή και κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, έχει αποδεχθεί ρητώς και αμετάκλητα εκείνα ακριβώς τα στοιχεία που σήμερα υποτίθεται ότι «ενοχλούν».

Το κείμενο της Συμφωνίας είναι απολύτως σαφές. Στο Άρθρο 1, παράγραφος 3, προβλέπεται όχι μόνο το συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», αλλά και η ρητή αναγνώριση «μακεδονικής ιθαγένειας / πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», καθώς και η καθιέρωση της «μακεδονικής γλώσσας» ως επίσημης γλώσσας του Δεύτερου Μέρους. Οι διατάξεις αυτές δεν αφήνουν περιθώρια ερμηνευτικών ακροβασιών. Συνιστούν διεθνή δέσμευση της Ελλάδας, καταγεγραμμένη και ισχύουσα, η οποία δεσμεύει τη χώρα τόσο στο διμερές όσο και στο ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Ακριβώς γι’ αυτό, κατά τον Δημήτρη Νατσιό, η σημερινή ελληνική διπλωματική διαμαρτυρία στερείται πολιτικού και ηθικού ερείσματος. Η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον στη θέση του παρατηρητή ή του εγγυητή της ιστορικής αλήθειας, αλλά στη θέση του συμβαλλόμενου μέρους που έχει αποδεχθεί τη γλωσσική και εθνοτική ορολογία των Σκοπίων. Όταν η Αθήνα έχει αναγνωρίσει επίσημα «μακεδονική γλώσσα» και «μακεδονική ιθαγένεια», κάθε εκ των υστέρων ενόχληση απέναντι στη ρητορική της σκοπιανής ηγεσίας δεν μπορεί παρά να εκλαμβάνεται ως διπλωματική προσποίηση.

Η παρέμβαση του προέδρου της ΝΙΚΗΣ επαναφέρει στο προσκήνιο ένα βαθύτερο ζήτημα στρατηγικής και εθνικής συνέπειας καθώς είναι το αποτέλεσμα μιας συμφωνίας που αποδυνάμωσε μακροπρόθεσμα τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια και μετέφερε το βάρος των αντιδράσεων σε άλλες χώρες, όπως η Βουλγαρία. Στο νέο αυτό περιβάλλον, η Αθήνα εμφανίζεται εγκλωβισμένη στις ίδιες της τις υπογραφές, αδυνατώντας να αντιτάξει ουσιαστικά επιχειρήματα σε δηλώσεις που εδράζονται ακριβώς σε όσα έχει ήδη αποδεχθεί.

Για τη ΝΙΚΗ, το ζήτημα των Πρεσπών παραμένει ενεργό, θεσμικό και πολιτικό, με απτές συνέπειες στην εξωτερική πολιτική και στην εθνική αξιοπιστία της χώρας. Και όσο η επίσημη ελληνική στάση επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε επικοινωνιακές αντιδράσεις και σε δεσμευτικά διεθνή κείμενα, τόσο θα ενισχύεται, όπως προειδοποιεί ο Δημήτρης Νατσιός, το αίσθημα ότι η Ελλάδα διαμαρτύρεται για κάτι που η ίδια έχει ήδη νομιμοποιήσει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ