close search results icon

Που πήγε η ποιότητα;

Που πήγε η ποιότητα;

Πριν αρκετά χρόνια (στ’ αλήθεια, πόσο γρήγορα περνά ο καιρός!) αναζητώντας στη Θεσσαλονίκη ως πρωτοετής φοιτητής άτομο για να συγκατοικήσω (τότε ακόμη δεν είχε επικρατήσει η μόδα/τάση «φοιτητής και διαμέρισμα»), γνώρισα κάποιον, τον μελλοντικό συγκάτοικό μου. Είχε μόλις αποκτήσει το πτυχίο του από το Τμήμα Γεωλογίας του Α.Π.Θ. και με περίσσια υπερηφάνεια μου τόνιζε ξανά και ξανά, ως κάτι πολύ σπάνιο και δύσκολο να συμβεί, πως αμέσως μετά τη λήψη του πτυχίου του είχε ξεκινήσει και το διδακτορικό του. Δεν είχε άδικο! Πριν από αρκετά χρόνια, χονδρικά θα μπορούσα να πω έως και τη δεκαετία του 2000 περίπου, το να ξεκινήσει κάποιος διδακτορικό αποτελούσε «όνειρο θερινής νυκτός», καθώς τα κριτήρια ήταν πολύ αυστηρά, ενώ παράλληλα η απόκτηση του τίτλου του διδάκτορα αποτελούσε τη μέγιστη ακαδημαϊκή αναγνώριση που πιστοποιούσε αναμφίβολα ένα πολύ υψηλό επίπεδο γνώσεων.

Πριν λίγες ημέρες καταπιάστηκα, όπως κάθε χρόνο, με την επικαιρο¬ποίηση κάποιων βιβλίων μου του επαγγελματικού προσανατολισμού και συγκεκριμένα αυτών που παρουσιάζουν αναλυτικά τις σχολές και τα τμήματα όλης της χώρας. Τυχαία, το μάτι μου έπεσε στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας στη Μυτιλήνη. Δεν γνωρίζω το «γιατί», αλλά είπα να το ψάξω λίγο περισσότερο. Τα στοιχεία νομίζω πως είναι αποκαλυπτικά: Η φετινή βάση του τμήματος ήταν 8.650. Ο αριθμός των εισακτέων ήταν 160 (την ακριβώς προηγούμενη χρονιά 280), ενώ στο τμήμα τελικά επέλεξαν να φοιτήσουν μόνο 42 μαθητές και μαθήτριες, πάει να πει κατά το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023 θα υπάρχουν 118 κενές θέσεις ή, διαφορετικά, το ποσοστό κενών θέσεων θα είναι 74%. Σε αυτό τμήμα, λοιπόν, ο αριθμός όλων όσοι απέκτησαν διδακτορικό τίτλο κατά το διάστημα 2000-2022 ήταν 40, ενώ οι υποψήφιοι διδάκτορες κατά τη χρονική περίοδο 2010-2021 είναι 37, όσοι δηλαδή περίπου και οι φετινοί εισακτέοι!

Συζητώντας πριν 3-4 χρόνια με τον αρχισυντάκτη του περιοδικού στο οποίο εργαζόμουν ως διορθωτής-επιμελητής για κάποιο διάστημα, έγινα αποδέκτης του ειρωνικού σχολίου του. «Πάτε καλά εσείς οι φιλόλογοι;» με ρώτησε. «Γιατί το λες αυτό;» ρώτησα κι εγώ με τη σειρά μου, αρκετά προσβεβλημένος. «Ήρθε χθες στο περιοδικό κάποιος νεαρός φιλόλογος», συνέχισε εκείνος, «για να υποβάλει προς κρίση ένα άρθρο του. Σε αυτό περιλαμβάνονταν εκτενή αποσπάσματα από την μεταπτυχιακή εργασία του, η οποία μάλιστα είχε διορθωθεί από καθηγητή πανεπιστημίου πρώτης βαθμίδας. Σε κάποιο σημείο του άρθρου, λοιπόν, έγραφε: “...για να μεταφερθεί έξω από τα τείχη κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία...”. Μπορείς να μου πεις πώς στο καλό είναι δυνατόν να μετακινηθεί η ακίνητη περιουσία;»...

Τι πιστοποιούν όλα αυτά, αρχικά σε ακαδημαϊκό επίπεδο; Μια αδιαμφισβήτητη υποχώρηση του επιπέδου και της ποιότητας των σπουδών μέσω παροχής μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων που «μοιράζονται» αφειδώς έχοντας απολέσει τη «βαρύτητα» του παρελθόντος. Υπάρχει, βέβαια, και μια άποψη που υποστηρίζει το ακριβώς αντίθετο. Δεν είναι ανάγκη, λέει, να τίθενται αυστηρά κριτήρια π.χ. ως προς την εισαγωγή στα πανεπιστήμια ή την απόκτηση ανώτατων τίτλων σπουδών, για να επιστρέψουμε στην προηγούμενη αναφορά μας. Σεβαστή άποψη, αλλά έρχεται σε σύγκρουση με μια βασική αρχή, αυτήν της αριστείας, η οποία, αν και τελεί υπό διωγμό τις τελευταίες δεκαετίες ειδικά στην Ελλάδα, αποτελεί συστατικό στοιχείο της προόδου και της ανέλιξης σε μια κοινωνία. Όπως και να το κάνουμε, ένας φοιτητής που θα εισέλθει με 5.000 μόρια σε μια σχολή, όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα, δεν διαθέτει το κατάλληλο γνωστικό υπόβαθρο για να καταστεί ένας ολοκληρωμένος επιστήμονας, κι αν το ελληνικό πανεπιστήμιο, όπως με ιδιαίτερη ευκολία κάνει τα τελευταία χρόνια, του κλείσει –για τους δικούς του λόγους– το μάτι, δίνοντάς του τη δυνατότητα να αποκτήσει κάποια στιγμή έναν μεταπτυχιακό η διδακτορικό τίτλο σπουδών, τότε σταδιακά δομείται μια ακαδημαϊκή και, κατ’ επέκταση, επιστημονική κοινότητα μετρίων.

Βέβαια, η διαπίστωση πως η ακίνητη περιουσία μας μπορεί να μετακινηθεί, αν και προφανώς λανθασμένη, ελάχιστες επιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει στην καθημερινότητά μας. Όταν, όμως, η πτώση της ποιότητας των επιστημόνων υποχωρεί –για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν– σε άλλους, πιο νευραλγικούς, τομείς (π.χ. υγεία), τότε αναμφίβολα τα πράγματα γίνονται πολύ πιο σοβαρά και είναι βέβαιο πως θα βιώσουμε καταστάσεις πολύ δυσάρεστες, οι οποίες μπορεί, σε κάποιες περιπτώσεις, να οδηγήσουν ακόμη και σε απώλεια ανθρώπων.

Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά και παγκόσμιο. Παρατηρείται, δηλαδή, μια σημαντική πτώση της ποιότητας τόσο στο ανθρώπινο δυναμικό, όσο και στα προϊόντα, η οποία συνήθως αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του οικονομικού κέρδους. Πόσοι, άραγε, από μας δεν έχουμε αναπολήσει τα παλιά «αθάνατα» προϊόντα (ρούχα, συσκευές κ.ά.), βλέποντας τα αντίστοιχα σύγχρονα να έχουν «ζωή» λίγων ετών;

Η αντίληψη «χαμηλή ποιότητα, υψηλό κέρδος» δείχνει πλέον να επικρατεί σε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς μας. Κι αν για ένα παντελόνι μικρή σημασία έχει το αν θα αντέξει ένα, δύο ή τρία χρόνια, η πτώση της ποιότητας αποκτά τεράστια σημασία όταν άπτεται τομέων που σχετίζονται, πέρα από την υγεία, και με την ασφάλεια. Πρόσφατα παρακολούθησα ένα ντοκιμαντέρ που αναφερόταν σε γνωστή αμερικανική κατασκευάστρια αεροσκαφών, η οποία στο παρελθόν φημιζόταν για τα πολύ υψηλά επίπεδα ασφάλειας που έθετε πάντα, τα οποία τηρούσε με χαρακτηριστική αυστηρότητα. Η επικράτηση, ωστόσο, της χρηματοοικονομικής θεώρησης των πραγμάτων μεταξύ των διευθυντικών στελεχών της από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έπειτα, καθώς και η πρόταξη των χρηματιστηριακών αποδόσεων και του κέρδους έναντι της ασφάλειας, είχαν ως αποτέλεσμα μια σειρά λανθασμένων «εκπτωτικών» αποφάσεων και επιλογών που οδήγησαν έπειτα από αρκετά χρόνια στην πτώση δύο αεροσκαφών, το 2018 και το 2019, με τελικό αποτέλεσμα την απώλεια εκατοντάδων ανθρώπων.

Είναι, λοιπόν, σχεδόν βέβαιο πως από εδώ και πέρα θα βιώνουμε ολοένα και πιο έντονα την πτώση της ποιότητας σε όλους του κλάδους των εργαζομένων είτε αυτοί διακονούν τον χώρο της εκπαίδευσης, είτε της υγείας είτε οποιονδήποτε άλλο. Κι αν για τους πρώτους, σε κάποιο σοβαρό λάθος τους, μπορούμε απλώς να γελάσουμε, για τους δεύτερους το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι τον σταυρό μας!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ