«Βουγονία»: η προπαγάνδα περί προπαγάνδας
Η στιχομυθία στη «Βουγονία» συμπυκνώνει με μοναδικό τρόπο το κυρίαρχο αφήγημα με το οποίο οι υποστηρικτές της δυτικής, αστικής δημοκρατίας εξηγούν κάθε αρνητική πολιτική εξέλιξη – από τις εκλογικές νίκες του Ντόναλντ Τραμπ μέχρι το δημοψήφισμα για το Brexit.
Από την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας της η ταινία «Βουγονία» του Λάνθιμου αντιμετωπίστηκε με δύο βασικές ερμηνείες: την ατυχή, κατά τη γνώμη μου, άποψη ότι αφορά τη συνωμοσιολογία και την πολύ καλύτερα στοιχειοθετημένη ότι αποτελεί μια κριτική στην ανθρωπογενή καταστροφή της ζωής στον πλανήτη. Υπάρχει όμως μια σκηνή (και πιστεύουμε ότι δεν αποτελεί σοβαρό spoiler να την περιγράψουμε) που ανοίγει μια νέα πόρτα ανάλυσης: αυτή της φιλελεύθερης αντίληψης για την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση.
Στην ταινία, η Μισέλ Φούλερ, η CEO ενός φαρμακευτικού κολοσσού, πέφτει θύμα απαγωγής από δύο φωχοδιάβολους συνωμοσιολόγους που πιστεύουν ότι είναι εξωγήινη και ετοιμάζεται να αφανίσει το ανθρώπινο είδος. Η Φούλερ προσπαθεί να εξηγήσει σε έναν από τους δράστες ότι αυτός έχει εισέλθει «σε ένα echo chamber (θάλαμο αντήχησης)». «Καταναλώνεις περιεχόμενο από το ίντερνετ», του λέει, «το οποίο ενισχύει αυτή τη στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας».
«Αυτό είναι το καλύτερο που μπόρεσες να σκεφτείς;», της απαντά ο δράστης. «Μια μαλακία που διάβασες στους (New York) Times για την τρύπα του κουνελιού;».
Για την Ιστορία η φράση «τρύπα του κουνελιού», που προέρχεται από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, χρησιμοποιείται όταν κάποιος απορροφάται σε τέτοιο βαθμό από μια ιδιότυπη κατάσταση ώστε χάνει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Rabit hole όμως λεγόταν και μια σειρά podcasts των New York Times για τους «κινδύνους» από τον εθισμό στο ίντερνετ – μια από τις πολλές τεχνοφοβικές αφηγήσεις στις οποίες είχε βυθιστεί για μια δεκαετία η Liberal Αμερική.
Η στιχομυθία στη «Βουγονία» συμπυκνώνει με μοναδικό τρόπο το κυρίαρχο αφήγημα με το οποίο οι υποστηρικτές της δυτικής, αστικής δημοκρατίας εξηγούν κάθε αρνητική πολιτική εξέλιξη – από τις εκλογικές νίκες του Ντόναλντ Τραμπ μέχρι το δημοψήφισμα για το Brexit.
Η βασική θέση της πρωταγωνίστριας, εξηγούσε στο περιοδικό Jacobin η κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας, Εϊλιν Τζόουνς, είναι ότι «όλα μπορούν να λυθούν με τον διάλογο – λες και το ζήτημα είναι ένα απλό πρόβλημα επικοινωνίας». Η Τζόουνς εντοπίζει σε αυτή τη θέση «τη σκιά μελών του Δημοκρατικού Κόμματος που θεωρούν ότι για κάθε δυσλειτουργία δεν ευθύνεται το τεράστιο ταξικό χάσμα ανάμεσα στους ήρωες αλλά η έλλειψη καλών τρόπων και καθαρού, γόνιμου διαλόγου.
Ακολουθώντας από το 2016 τα χνάρια τής (πολιτικά ταπεινωμένης από τον Τραμπ) Χίλαρι Κλίντον, δεκάδες φιλελεύθεροι πολιτικοί θέλουν να μας πείσουν ότι για κάθε τους αποτυχία ευθύνεται η παραπληροφόρηση του πλήθους (συνήθως από ρωσικά και κινεζικά μποτ στο διαδίκτυο) και τα echo chambers που προκαλούν πολιτική και κοινωνική πόλωση αποκλείοντας κάθε πιθανότητα διαλόγου. Πρόκειται για ακόμη μία εκδοχή της θεωρίας ότι ζούμε στον καλύτερο δυνατό (νεοφιλελεύθερο) κόσμο, τον οποίο όμως δεν μπορούν να εκτιμήσουν οι πληβείοι γιατί δεν έχουν στη διάθεσή τους τα κατάλληλα δεδομένα. Κάθε αμφισβήτηση λοιπόν αυτού του μοντέλου δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα κακής ενημέρωσης και όχι δίκαιης αγανάκτησης για τις διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες.
Οι περισσότερες από αυτές τις αφηγήσεις κατέρρευσαν τα τελευταία χρόνια. Η επίδραση των ρωσικών μποτ στις προεδρικές εκλογές του 2016 –αν και υπαρκτή– αποδείχθηκε πρακτικά ασήμαντη για το εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ. Η επιτροπή του βρετανικού Κοινοβουλίου που ανέλαβε να εξετάσει ανάλογες καταγγελίες για την περίοδο του δημοψηφίσματος για το Brexit δεν κατάφερε να τεκμηριώσει καμία ξένη παρέμβαση. Παράλληλα, όλο και περισσότερες μελέτες επισημαίνουν ότι το φαινόμενο του echo chamber είναι τουλάχιστον υπερτιμημένο και σίγουρα αποπροσανατολιστικό για τον τρόπο με τον οποίο καταναλώνουμε ειδήσεις στο διαδίκτυο.
«Η εμμονή των φιλελεύθερων με την παραπληροφόρηση», εξηγούσε σε παλαιότερο άρθρο του στο περιοδικό New York ο Σαμ Αντλερ Μπελ, «αποτελεί την τραυματική αντίδραση στην ψυχική πληγή που τους προκάλεσε η ήττα του 2016». Η εύκολη λύση για αυτούς, εξηγούσε ο Μπελ, δεν ήταν να αντιμετωπίσουν τις αντινομίες που προκαλούσε η πολιτική τους στην υλική καθημερινότητα των ανθρώπων, αλλά να υποστηρίξουν ότι όλοι είχαν πέσει θύματα πλύσης εγκεφάλου. Οπως εξηγούσε το 2021 o Τζόζεφ Μπερνστάιν σε άρθρο του στο περιοδικό Harper, αυτή η στάση οδήγησε στη δημιουργία μιας «βιομηχανίας αντι-παραπληροφόρησης» την οποία χρηματοδοτούσαν αφειδώς οι οικονομικές ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος.
Το πρόβλημα δεν ήταν φυσικά ότι δεν υπάρχει προπαγάνδα και παραπληροφόρηση ή ότι κάθε προσπάθεια αντιμετώπισής τους ήταν άχρηστη, αλλά ότι αυτή η βιομηχανία δεν είχε στόχο να αποκαλύψει την αλήθεια αλλά να συγκαλύψει τις πραγματικές ευθύνες και τις αποτυχίες του κόμματος.
Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 2025 και στην εκλογική νίκη του Μαμντάνι στη Νέα Υόρκη για να αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ένας πολιτικός μπορεί να αντιμετωπίσει ακόμη και την καλύτερα οργανωμένη επιχείρηση παραπληροφόρησης αν έχει ένα σαφές μήνυμα για τη βελτίωση των πραγματικών συνθηκών διαβίωσης των πολιτών.
Αλλωστε η επιβολή της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης απαιτεί σχέσεις εξουσίας. Γίνεται από τους πάνω προς τους κάτω και όχι το αντίστροφο. Και ο Λάνθιμος στην ταινία του δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος έχει την εξουσία στο τέλος – για το οποίο όμως δεν μπορούμε να σας πούμε περισσότερα.
info-war.gr από την έντυπη έκδοση της "Εφημερίδας των Συντακτών" - ΑΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ - efsyn.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
-
Μεγάλη πρόκριση για τον ΠΑΟΚ στους "16" της Ευρώπης
16 Νοεμβρίου 2025 -
H PEUGEOT οδηγεί την Black Friday στην ελληνική αγορά αυτοκινήτου
16 Νοεμβρίου 2025
ΣΧΟΛΙΑ