close search results icon

Χρήστος Τανάσκος: "Η ιστορία που τελείωσε χθες συνεχίζεται μέσα μας"

Με αναφορά και στους πρόσφυγες στην περιοχή Γιαννιτσών η εισήγηση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Γιαννιτσών.

Χρήστος Τανάσκος: "Η ιστορία που τελείωσε χθες συνεχίζεται μέσα μας"

Στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Γιαννιτσών, σε συνεργασία με τον Δήμο Πέλλας και την Πανελλήνια Ένωση Καππαδοκικών Σωματείων(25/9), συντονιστής ήταν ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Χρήστος Τανάσκος, ο οποίος έκανε μία εκτενή εισήγηση, με σαφήνεια και την κριτική που σαφώς είναι πλέον χρήσιμη και συνετή, σχετικά με τα 100 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπου και το θέμα της ενημερωτικής εκδήλωσης.

Μία εισήγηση που αναφέρθηκε και στους πρόσφυγες οι οποίοι ήρθαν στα Γιαννιτσά και την ευρύτερη περιοχή.

Αναλυτικά, ο κ. Τανάσκος ανέφερε τα εξής:

Η ιδέα για τη διοργάνωση της σημερινής εκδήλωσης προέκυψε το καλοκαίρι του 2021, όταν, η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, με αφορμή τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, διοργάνωσε εκδήλωση, στο χώρο της Β’ Εθνοσυνέλευσης, στο Άστρος Κυνουρίας, με θέμα: «Τα Συντάγματα της Επαναστατικής Περιόδου (1822, 1823, 1827)», η οποία μάλιστα είχε ενταχθεί στο επίσημο πρόγραμμα εορτασμού της Επιτροπής «Ελλάδα 2021».

Ευρισκόμενος, λοιπόν, στην εκδήλωση εκείνη θεώρησα αυτονόητο, ότι την επόμενη χρονιά, με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η πολιτεία θα διοργανώσει ανάλογες εκδηλώσεις, προκειμένου να τιμήσει την επέτειο αυτή, και θεώρησα σκόπιμο ο Δικηγορικός Σύλλογος Γιαννιτσών να συμμετάσχει σε αυτές.

Άλλωστε, δεν θα πρωτοτυπήσω λέγοντας, ότι μπορεί να ήταν η σπίθα της επανάστασης του 1821, που δημιούργησε το σύγχρονο ελληνικό κράτος, αλλά ήταν η φωτιά, που κατέστρεψε τη Σμύρνη, που ουσιαστικά δημιούργησε τη σύγχρονη Ελλάδα.

Δυστυχώς, όμως, οι προσδοκίες μου διαψεύστηκαν -και φαντάζομαι και πολλών άλλων- και με θλίψη διαπίστωσα στην πορεία, ότι η ελληνική πολιτεία έπραξε ελάχιστα, προκειμένου να τιμήσει, όπως αρμόζει το μέγιστο αυτό ιστορικό γεγονός. Είναι λυπηρή η διαπίστωση, αλλά αληθινή, ότι δεν υπήρξε κεντρικός σχεδιασμός και η πολιτεία υπήρξε απούσα από τη διοργάνωση εκδηλώσεων μνήμης και τιμής.

Αντίθετα, το βάρος των επετειακών εκδηλώσεων βρέθηκαν να σηκώνουν οι κατά τόπους προσφυγικοί σύλλογοικαι σωματεία, που αγόγγυστα ανέλαβαν το βαρύ χρέος να τιμήσουν τη μνήμη των προγόνωνμας και να φροντίσουν να μην ξεχαστεί η θλιβερή αυτή επέτειος.

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Γιαννιτσών δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορος στην επέτειο αυτή. Όχι γιατί θα ήταν ένα προσωπικό ατόπημα, που οι Καππαδόκες παππούδες μου από τη μεριά της μητέρας μου δε θα μου συγχωρούσαν, αλλά γιατί λίγο ή πολύ οι περισσότεροι από εμάς, έχουν κάποια σχέση με τους πρόσφυγες, που κυνηγημένοι από τους Νεότουρκους και του τσέτες βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στην περιοχή μας.

Ειδικά στα Γιαννιτσά η πόλη και η επαρχία της υποδέχθηκαν πρόσφυγες σε ποσοστό που αγγίζει το 58,4%, το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό πανελλαδικώς (προηγούνται η Δράμα με 72,2% και η Αλεξανδρούπολη με 60%).

Οι πρώτοι πρόσφυγες έφτασαν στα Γιαννιτσά την άνοιξη του 1914 από τη Στράντζα της Ανατολικής Θράκης. Μετά το 1922 κατέφθασαν διωγμένοι Αρσιανοί. Λίγο μετά από το 1924 εγκαταστάθηκαν Ανατολικορωμυλιώτες από τις Καρυές. Ακολούθησαν και άλλοι, από την Μπάφρα, από την Κερασούντα και την Τραπεζούντα. Οι πρόσφυγες στην πόλη των Γιαννιτσών υπερέβησαν τους 7.000 σε σύνολο 13.000 κατοίκων.

Η δημογραφική εικόνα της πόλης άλλαξε με την έλευση των προσφύγων. Δημιουργήθηκαν νέες συνοικίες, όπως η Νέα Τραπεζούντα, η συνοικία της Στράντζας, της Μπάφρας, της Μαδύτου και του συνοικισμού Καρυωτών. Η πόλη αυξήθηκε σε πληθυσμό, διευρύνθηκε ο αστικός χώρος που καταλαμβάνει και μεταβλήθηκε η οικονομική και η κοινωνική δομή της.

Στην γύρω περιοχή, δημιουργήθηκαν νέα χωριά, όπως η Αραβησσός, η Αξός, η Νέα Πέλλα, η Καρυώτισσα, ο Νέος Μυλότοπος, άλλα αύξησαν και εμπλούτισαν τον πληθυσμό τους, όπως το Μελίσσι, η Παραλίμνη, η Ραχώνα και η Κρύα Βρύση, ενώ αρκετά αντικατέστησαν τον πληθυσμό τους με Έλληνες πρόσφυγες, όπως το Πλαγιάρι, το Αρχοντικό, το Αχλαδοχώρι και η Αγροσυκιά.

Πόντιοι συγκατοίκησαν με γηγενείς και Βλάχους. Και Καππαδόκες συναντήθηκαν με Σαρακατσάνους, Ανατολικορωμυλιώτες και Θρακιώτες.

Επομένως, το να παραβλέψουμε την πραγματικότητα αυτή και να αδιαφορήσουμε ως Δικηγορικός Σύλλογος Γιαννιτσών για την επέτειο αυτή, θα μας καθιστούσε ξένο σώμα από την ίδια την πόλη μας και την επαρχία της και θα ήταν σα να απαρνιόμαστε την καταγωγή μας, το αίμα μας.

Τα γεγονότα, που οδήγησαν στην Μικρασιατική καταστροφή, είναι, λίγο πολύ, γνωστά. Με την πυρπόληση της Σμύρνης γράφτηκε η τελική πράξη του «Οράματος της Ιωνίας» και η «Μεγάλη Ιδέα» πνίγηκε οριστικά μέσα στο αίμα.

Λίγο αργότερα, στη Λωζάννη, θα γραφόταν και με μελάνι το τέλος 25 αιώνων παρουσίας του Ελληνισμού στην Ιωνία, την Καππαδοκία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη.

Ο ξεριζωμός, ήταν το βαρύ τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί ώστε να εξασφαλιστεί η ειρήνη και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην εθνική μας ζωή.

Ο απολογισμός της καταστροφής ήταν βαρύς και τα νούμερα τρομάζουν. Περισσότεροι από 1.500.000 πρόσφυγες έφτασαν στη ρημαγμένη από τους πολέμους Ελλάδα. Ένα φτωχό κράτος με πληθυσμό μόλις 4 εκατ. ανθρώπων, με ανύπαρκτες κτιριακές υποδομές και κοινωνικές υπηρεσίες, έπρεπε να φροντίσει όλους αυτούς τους κατατρεγμένους, που έφταναν στην Ελλάδα αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο.

Άνθρωποι με μοναδική τους προίκα τον πόνο και τη δυστυχία έφταναν σε μία χώρα κατάκοπη και καταχρεωμένη ύστερα από 10 χρόνια μαχών, εσωτερικά ασταθή και με ελάχιστους πόρους.

Οι πρόσφυγες-ας είμαστε ειλικρινείς- δεν έγιναν δεκτοί με θερμές παρηγορητικές αγκαλιές, αλλά αντίθετα βρήκαν καχυποψία και πολλές φορές εχθρότητα από την πλευρά των ντόπιων. Όπως άλλωστε περιγράφουν γλαφυρά σε έργα τους μεγάλοι λογοτέχνες μας, όπως η Διδώ Σωτηρίου και ο ΗλίαςΒενέζης.

Όμως, με όπλο τους την εργατικότητα, την οξυδέρκεια, την επιχειρηματικότητα και την έφεση στο εμπόριο και τις επιστήμες, δημιούργησαν μια δραστήρια μικροαστική τάξη που έδωσε πνοή και ώθηση στο παραπαίον ελληνικό κράτος. Οι άνθρωποι αυτοί, με υψηλό επίπεδο παιδείας και πολιτισμού, ξεκίνησαν από το μηδέν και μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες πρόκοψαν και βοήθησαν τον τόπο μας να πάει μπροστά. Ζωντάνεψαν τις αγροτικές περιοχές, αξιοποιώντας τις εκτάσεις που τους παραχωρήθηκαν από το ελληνικό κράτος, τόνωσαν την τοπική οικονομία, καθώς και τη δημογραφική σύνθεση του ελληνικού πληθυσμού, πυκνώνοντάς τον σε περιοχές αραιοκατοικημένες, ενώ παράλληλα μπόλιασαν γόνιμα με τις παραδόσεις και τον πολιτισμό τους τη νεοελληνική κουλτούρα του 20ου αιώνα.

Μέσα από τα σπλάχνα τους γεννήθηκαν κορυφαίες μορφές της πολιτικής, του πνεύματος, της τέχνης και των κοινωνικών αγώνων.

Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι οι πρόσφυγες μπόλιασαν αυτόν τον τόπο με νέα ζωή, ότι έδωσαν νέα πνοή στην Ελλάδα και ότι αυτό που είναι σήμερα η πατρίδα μας, το χρωστάμε σε πολύ μεγάλο βαθμό σε εκείνες τις ηρωικές γενιές που άφησαν πίσω τους την πατρίδα τους, για να δημιουργήσουν μία νέα πατρίδα από το μηδέν.

Η γενοκτονία και ο ξεριζωμός του Μικρασιατικού Ελληνισμού είναι η μεγαλύτερη τραγωδία που βίωσε ποτέ ο τόπος. Η ενσωμάτωση όμως των προσφύγων στον Εθνικό μας κορμό αποτελεί το κορυφαίο ειρηνικό επίτευγμα του ελληνικού κράτους. Είναι η ιστορία κατά την οποία ο θρήνος της τραγωδίας μετατράπηκε σε πνοή δημιουργίας.

Όμως, πώς να τιμήσεις μία ήττα;

Πώς να «γιορτάσεις» -αν μου επιτρέπεται η λέξη;- μία καταστροφή;

Καταρχάς, θα πρέπει ως έθνος κάποια στιγμή να αναμετρηθούμε με το παρελθόν μας, να καταγράψουμε και να αναλύσουμε τα γεγονότα, τα λάθη και τις παραλείψεις, τις αυταπάτες και τους ιδεασμούς, τον διχασμό, που από την θριαμβευτική απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 μας οδήγησαν στην τραγική κατάληξη του Σεπτεμβρίου του 1922. Η ντροπή και η οργή που κατατρέχουν μέχρι σήμερα το συλλογικό υποσυνείδητο, δεν έχουν επιτρέψει ανάλογες πρωτοβουλίες, αλλά ήρθε πλέον ο κατάλληλος χρόνος. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και μόνο η αναγνώριση των λαθών μας μπορεί να μας διδάξει πώς να αποφύγουμε τα ίδια στο μέλλον.

Επιπλέον, δεν χωρεί αμφιβολία, ότι οι λαοί μένουν ζωντανοί μόνο όταν διατηρούν την ιστορική τους μνήμη. Πρέπει λοιπόν να μην λησμονούμε τις ζωές που εξολοθρεύθηκαν από την τουρκική θηριωδία, τους ανθρώπους που ξεριζώθηκαν, τις πατρογονικές εστίες που εγκαταλείφθηκαν, το αίμα που χύθηκε, τον ασίγαστο πόνο. Έναν αιώνα τώρα, η ίδια η μνήμη παραμένει ζωντανή και εμείς έχουμε χρέος να μην ξεχάσουμε, να μην δώσουμε δικαίωμα στη λήθη, να μην υποκύψουμε στη λησμονιά. Ειδικά η δική μας η γενιά, ως η τελευταία γενιά που έχει ακόμα ζωντανές μνήμες από τις ιστορίες, που ακούσαμε από τους παππούδες μας, έχουμε μεγαλύτερο χρέος απέναντι στις επόμενες γενιές που ακολουθούν.

Όμως, η ιστορική μνήμη είναι ζωντανή, όχι μόνο για να μας θυμίζει, αλλά και για να μας καθοδηγεί. Έτσι, οφείλουμε να μην ξεχάσουμε και να συντηρήσουμε τη μνήμη και όσων κερδήθηκαν. Όπως προείπα, στις δύσκολες δεκαετίες που ακολούθησαν την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα η καταστροφή εξελίχθηκε σε μια εποποιία ενσωμάτωσης, αναγέννησης και δημιουργίας, και η καταστροφή του 1922 μετατράπηκε σε κοινωνικό και οικονομικό θρίαμβο του λαού μας. Αυτό τον θρίαμβο πρέπει να έχουμε συνέχεια στο νου μας και να οραματιζόμαστε όσα είμαστε ικανοί ως λαός να κατορθώσουμε. Έτσι, η μνήμη θα βοηθήσει η μικρασιατική καταστροφή, να μην παραμένει ένα ανεπούλωτο τραύμα στο σώμα του ελληνισμού, αλλά να γίνει δύναμη δημιουργίας, που θα μας οδηγεί με ασφάλεια στο μέλλον.

Πρέπει επίσης όλοι εμείς οι απόγονοι των προσφύγων να αναγνωρίσουμε, να αποδεχθούμε μέσα μας, να φωνάξουμε περήφανα και να κάνουμε τρόπο ζωής, την παραδοχή, ότι η ιστορία που τελείωσε βίαια στην άλλη όχθη του Αιγαίου, στον Πόντο, στην Ανατολική Θράκη, στην Καππαδοκία, συνεχίζεται από εμάς, συνεχίζεται μέσα μας. Αν δεν ξέρουμε πως, θα μας δείξουν όλα αυτά τα υπέροχα σωματεία και οι δραστήριοι σύλλογοι, που σε όλη την χώρα μας, κρατούν άσβεστη τη μνήμη της παράδοσης των προσφύγων και φροντίζουν τα ήθη και τα έθιμα να περνούν από τη μια γενιά στην επόμενη, δίχως αυτή η αλυσίδα της μνήμης να έχει σταματημό.

100 χρόνια μετά λοιπόν θυμόμαστε και τιμούμε τις ψυχές που τόσο άδικα χάθηκαν, τα χώματα που μάτωσαν, αλλά και όλους τους πρόσφυγες που με τον ερχομό τους δίδαξαν κουράγιο κι ελπίδα στις γενιές που επιβίωσαν κι αναγεννήθηκαν.

100 χρόνια μνήμης και τιμής!

Για αυτό είμαστε σήμερα εδώ!

Έτσι τιμούμε!

Έτσι «γιορτάζουμε»!

Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσωτους ομιλητές μας, για την τιμή που μας κάνουν να βρίσκονται σήμερα ανάμεσά μας και να μοιράζονται τη γνώση τους μαζί μας, τον αγαπητό Πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Καππαδοκικών Σωματείων, Φάνη Ισακίδη, που ανταποκρίθηκε άμεσα στο κάλεσμά μου για τη διοργάνωση της σημερινής εκδήλωσης, αν και ανειλημμένες υποχρεώσεις τον κράτησαν σήμερα μακριά μας, και τέλος όλους εσάς,που μας τιμάτε με την παρουσία σας,

Σας ευχαριστώ πολύ!!!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ