close search results icon

Αναζητείται χαμόγελο αισιοδοξίας

Αναζητείται χαμόγελο αισιοδοξίας

Υποστηρίζουν πολλοί –κι ίσως όχι άδικα– πως ζούμε σε μία από τις ομορφότερες χώρες του πλανήτη, σε μια χώρα που κατακλύζεται από φυσικές ομορφιές και «λούζεται» κυριολεκτικά από το λαμπερό φως του ήλιου, ο οποίος αποτελεί πόλο έλξης για εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο. Αν δεχθούμε ότι όλα αυτά συνθέτουν ένα σχεδόν ιδανικό μέρος για να ζήσει κάποιος, τότε φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει πιο ευτυχισμένος λαός από τον ελληνικό που έχει τη δυνατότητα να τα απολαμβάνει όλα αυτά δωρεάν. Και θα έπρεπε καθημερινά να μακαρίζουμε την καλή τύχη μας που επέτρεψε να γεννηθούμε σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Κι όμως! Νομίζω πως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο! Ολοένα και περισσότερο νιώθω πως, μέρα με την ημέρα, γινόμαστε ένας σχεδόν καταθλιπτικός λαός, ένας λαός που έχει χάσει το χαμόγελο της αισιοδοξίας του και ο οποίος βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην γκρίνια και τη μιζέρια...

Ξυπνάς το πρωί μιας ανοιξιάτικης ημέρας. Η διάθεσή σου κινείται σε αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο και είσαι αποφασισμένος να τη βελτιώσεις ακόμη περισσότερο πραγματοποιώντας έναν περίπατο. Λίγο πριν ξεκινήσεις, αμφιταλαντεύεσαι για το αν θα ανοίξεις την τηλεόραση για να πληροφορηθείς τα τελευταία νέα. Ατυχώς, το πράττεις. Μέσα σε λίγα λεπτά έχεις κατακλυστεί από οποιαδήποτε αρνητική είδηση μπορείς να φανταστείς: αυξήσεις, πόλεμοι, εγκλήματα, φυσικές καταστροφές, βιασμοί, απαγωγές και οτιδήποτε άλλο μακάβριο, συνθέτουν ένα ζοφερό σκηνικό τρόμου και αμφιβολίας για το αν θα υπάρχει «αύριο». Αλλόφρονες δημοσιογράφοι αναγγέλλουν ότι πάει, δεν υπάρχει πια ελπίδα, και πως το τέλος του κόσμου είναι κοντά. Θυμωμένος με τον εαυτό σου που, για μία ακόμη φορά, υπέκυψε στον πειρασμό της «ενημέρωσης», αρπάζεις το τηλεκοντρόλ και πατάς το κουμπί «off» που θα σου χαρίσει την ηρεμία, αποφασισμένος να μην διαπράξεις –τουλάχιστον για το υπόλοιπο της ημέρας– το ίδιο λάθος. Ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου και ξεκινάς...

Στον δρόμο, τα ανθισμένα δέντρα σε καλούν να τα απολαύσεις, ευχαριστώντας παράλληλα το υπέρτατο ον που σου χάρισε άλλη μία ημέρα ζωής έχοντας έτσι τη δυνατότητα να μυρίσεις το άρωμα των λουλουδιών και να αφήσεις τον ζεστό ήλιο να χαϊδέψει το πρόσωπό σου με τις ακτίνες του. Καθώς περπατάς, συναντάς κάποιον γνωστό σου. Το βλέμμα του είναι σκυθρωπό. Για μια στιγμή διστάζεις να του μιλήσεις, μα από την άλλη δεν γίνεται και διαφορετικά. Τον καλημερίζεις και εκεί ακριβώς κάνεις το λάθος να τον ρωτήσεις πώς είναι. Τι το ήθελες; Ένας χείμαρρος παραπόνων ξεχύνεται, κάπως διστακτικά στην αρχή κι έπειτα ολοένα και πιο ορμητικός, με μια σχεδόν άσεμνη ηδονή για την απογοήτευση και την γκρίνια που, λέξη τη λέξη, εκφράζει. Ακούς και –τι άλλο μπορείς να κάνεις;– κουνάς το κεφάλι σου συγκαταβατικά. Η θεματολογία των παραπόνων είναι, πάνω κάτω, συγκεκριμένη και πάντοτε προσαρμοσμένη στη νέα πραγματικότητα που προκύπτει ή διαμορφώνεται από τις εκάστοτε συνθήκες. Κάποια στιγμή, ο συνομιλητής σου ικανοποιημένος, σχεδόν ανακουφισμένος, ολοκληρώνει τον καταιγισμό των παραπόνων του και, λίγο πριν σε εγκαταλείψει πλήρως μετανιωμένο για την ατυχή επιλογή σου να τον καλημερίσεις, σταυροκοπιέται με περισσή κατάνυξη και ξεστομίζει την περίφημη –μα τόσο κενή πλέον ουσιαστικού περιεχομένου– φράση: «Δόξα τω Θεώ, όμως, να μη έχουμε παράπονο! Καλά είμαστε»!

Τι είναι, άραγε, αυτό που έχει οδηγήσει τους Έλληνες σε μιας μορφής κατάθλιψη τα τελευταία –αρκετά– χρόνια; Η απάντηση θα πρόβαλλε εύκολη στα χείλη των περισσοτέρων: Μα τι άλλο παρά η περίφημη κρίση; Πράγματι, ως λαός και ως πολιτισμός, βιώνουμε μια κρίση. Τι είδους κρίση, ωστόσο, είναι αυτή; Συνήθως, οι περισσότεροι εννοούμε οικονομική, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τέτοια. Στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα στον δυτικό πολιτισμό, πραγματοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες μια τεκτονική αλλαγή, με την επιβολή ενός μοντέλου ζωής εμπνευσμένου από τον πιο σκληρό και απάνθρωπο καπιταλισμό, αυτόν των ΗΠΑ, ο οποίος πρεσβεύει πως σημασία έχει μονάχα ο πλούτος και, κατ’ επέκταση, η συνεχής απόκτηση χρημάτων, τα οποία μπορούν να αντικαταστήσουν κάθε άλλη πνευματική ή ηθική αξία. «Η απληστία είναι καλή», υποστηρίζει ένα περίφημο ρητό της Wall Street από τη δεκαετία του 1980, με τους οικονομολόγους της Σχολής του Σικάγο και τον «γκουρού» τους Μίλτον Φρίντμαν να αποδομούν με τις θεωρίες τους κάθε έννοια ανθρωπισμού, προβάλλοντας τη «σοφία» της αγοράς ως το υπέρτατο αγαθό που δύναται να καθορίζει και να διαμορφώνει τα πάντα. Έτσι, ο υλικός πλούτος έγινε συνώνυμο της επιτυχίας, αλλά σταδιακά και της –φαινομενικής– ευτυχίας, επιτυχία που πρέπει να επιτευχθεί με κάθε κόστος και να προβληθεί μέσα από την απόκτηση καταναλωτικών αγαθών. Κι η επιτυχία αυτή, αισχρή και ξεδιάντροπη πολλές φορές, διαφημίζεται μέσα από βιβλία και προβάλλεται από τα ΜΜΕ, ακόμη κι όταν με τη δράση της έχει οδηγήσει στη δυστυχία, την καταστροφή ακόμη και τον θάνατο πολλούς συνανθρώπους.

Κι ο υπόλοιπος προηγμένος κόσμος; Η Ευρώπη; Τι αντέταξε απέναντι σε αυτό το ανάλγητο μοντέλο, διαθέτοντας η ίδια στην πνευματική της φαρέτρα πλήθος ηθικών αξιών, με τις οποίες την είχε εφοδιάσει, έπειτα από αιώνες αγώνων, η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός; Απλά προσπάθησε και τελικά κατάφερε να το μιμηθεί με περισσή επιτυχία. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα ο δυτικός πολιτισμός να έχει φτάσει να αποτελεί έναν καθ’ ολοκληρία υλικό πολιτισμό, έναν πολιτισμό του «φαίνεσθαι» και όχι του «είναι» (όπως συνηθίζουμε να λέμε εμείς οι φιλόλογοι στις μονότονες παραδόσεις εννοιών στο μάθημα της έκθεσης, οι οποίες συνήθως αφήνουν παντελώς αδιάφορα τα νέα παιδιά), αντίληψη που καθιστά την απόκτηση χρημάτων ως τη μέγιστη απόδειξη της επιτυχίας αλλά και της ευτυχίας, όπως προείπαμε. Είναι, όμως, έτσι;

Κοιτάζοντας κάποιος αναρτήσεις στο Facebook και στο Instagram θα θεωρούσε πως δεν υπάρχουν πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι από αυτούς που τις δημοσιοποιούν. Αναρτήσεις επί αναρτήσεων –κενές ουσιαστικού περιεχομένου στη συντριπτική πλειοψηφία τους–, χαμόγελα που σε καλούν να ζηλέψεις την ευτυχία τους. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα έβλαπτε, αν πίσω από τα λαμπερά χαμόγελα δεν καλυπτόταν σε αρκετές περιπτώσεις μια άνευ προηγουμένου κατάρρευση των ανθρώπινων σχέσεων και ο υποβιβασμός τους σε ένα επιφανειακό επίπεδο, κάτι που έχει ως απότοκο την τρομακτική αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, των διαζυγίων αλλά και των ψυχολογικών προβλημάτων που καταλήγουν συνήθως στη χρήση ψυχοφαρμάκων.

Ο Έλληνας, ειδικότερα, αλλά και ο πολίτης του δυτικού κόσμου, γενικότερα, έχοντας θεοποιήσει το χρήμα οδηγείται σε ένα αέναο κυνήγι απόκτησης καταναλωτικών αγαθών, το οποίο μοιάζει κάπως με τον πίθο των Δαναΐδων. Κάθε αγορά προσφέρει μια απόλαυση ικανή να χαρίσει την ευτυχία για λίγες μόνο στιγμές, κι έπειτα ξανά πάλι το άγχος της απόκτησης χρημάτων για την αγορά νέων αγαθών αναφύεται πιο ισχυρό, σχεδόν ανυπόφορο. Αποτέλεσμα; Ένας υπερμεγέθης καταναλωτισμός που καθιστά το άτομο έρμαιο της αγοράς και των διαθέσεών της. Σταδιακά νέες αξίες αναδύονται με κυρίαρχη αυτή που επιδιώκει μια ζωή με όσο το δυνατόν λιγότερο κόπο, λιγότερη εργασία. Κι αν γινόταν η τελευταία, κατά έναν μαγικό τρόπο, να μην υπήρχε και καθόλου, ε, αυτό πια θα ήταν το ιδανικό! Κι όλες αυτές οι αξίες βρίσκουν ευεπίφορο έδαφος να «ανθίσουν» μέσα σε ένα πλαίσιο ανθρώπινων σχέσεων που γίνονται ολοένα και πιο επιφανειακές: η φιλία, ο έρωτας, η προσφορά στον συνάνθρωπο τείνουν να καταστούν έννοιες κενές περιεχομένου, γελοιοποιημένες σχεδόν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (με πρωτοπόρο το Facebook), μέσα από τα οποία ο σύγχρονος άνθρωπος ζει πλέον και επιβεβαιώνει την ύπαρξή του, με την έννοια της φιλίας αισχρά υποβιβασμένη στο πάτημα ενός «λάικ», για να δηλωθεί η προσποιητή ευαρέσκειά σε κάθε ανάρτηση του υποτιθέμενου «φίλου», στον οποίο ευχόμαστε με χαρά «χρόνια πολλά» για τη γιορτή ή τα γενέθλιά του, μολονότι θα τον προσπεράσουμε αδιάφορα όταν έπειτα από λίγες ώρες θα τον συναντήσουμε στον δρόμο.

Όλο αυτό το σκηνικό ρίχνει βαριά τη σκιά του στον ψυχισμό των ανθρώπινων όντων. Ο σύγχρονος άνθρωπος, επιδιώκοντας πλέον να καλύπτει μόνο επίπλαστες καταναλωτικές ανάγκες, έχει ξεχάσει να φροντίζει την ψυχή του, κι αυτή, λησμονημένη, έχει αρχίσει εδώ και καιρό να διαμαρτύρεται, οδηγώντας σε ένα πλήθος ψυχολογικών προβλημάτων που γίνονται ολοένα και πιο δισεπίλυτα, πιο σύνθετα, πιο τραγικά. Ποιος θα μπορούσε να προσφέρει λύση στα αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας; Θαρρώ δύο κατηγορίες, ως καθ’ ύλην αρμόδιες: οι πνευματικοί άνθρωποι (συγγραφείς και ιερωμένοι), αλλά και οι επιστήμονες (ψυχολόγοι και ψυχίατροι). Μα όλοι αυτοί χαμένοι, οι συγγραφείς στις δοκησισοφίες τους, οι ιερείς στα δίχως ουσία –τις περισσότερες φορές– επαναλαμβανόμενα κηρύγματά τους τα οποία αφήνουν παγερά αδιάφορο τον σύγχρονο άνθρωπο που έχει κουραστεί από το κούνημα του δακτύλου εν είδει συνεχούς κατάκρισης, ενώ οι τελευταίοι στη φαινομενική παντοδυναμία που τους εξασφαλίζει η εύκολη λύση της αντιμετώπισης του συμπτώματος και όχι του αιτίου με τη δίχως φειδώ χορήγηση ψυχοφαρμάκων (η οποία έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας ειδικά στις ΗΠΑ, δημιουργώντας σταδιακά άτομα - «φυτά»), αποδεικνύονται τραγικά ανήμποροι να προσφέρουν ουσιαστικές λύσεις, οδηγώντας δυστυχώς σε ακόμη μεγαλύτερα αδιέξοδα.

Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, εντάσσεται και η κατάθλιψη του νεοέλληνα που έχει καταστεί ένα ολοκληρωτικά καταναλωτικό ον, χωρίς ποτέ και με τίποτα να είναι ικανοποιημένος. Κι είναι, πράγματι, εξαιρετικά ενδιαφέρον το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε καλός φίλος και συνάδελφος που κατοικεί σε τουριστική πόλη της Ελλάδας: «Ξέρεις κάτι;» μου είπε, όταν πρόσφατα τον συνάντησα. «Αναρωτιόμουν πάντα τι είναι αυτό που έκανε τους συντοπίτες μου το 1995 να είναι πολύ ικανοποιημένοι από τις τουριστικές εισπράξεις, το 2005 απλώς ικανοποιημένοι και το 2015 σχεδόν απογοητευμένοι, από τη στιγμή μάλιστα που ο ξένος τουρίστας, στον οποίο κατά βάση στηρίζεται η τοπική οικονομία, εξακολουθεί να ξοδεύει με τον ίδιο πάντα τρόπο. Πού κατέληξα; Αίτιο είναι ένα και μοναδικό: η απληστία». Δεν έχω ακούσει πιο πετυχημένη και ακριβή διαπίστωση που «αγγίζει» το πρόβλημα με μία και μόνο λέξη! Πράγματι. Η απληστία, καθώς και η συνεπακόλουθη αχαριστία, είναι αυτή που μας κάνει να γκρινιάζουμε, την ίδια στιγμή που το «ταπεινό» σπιτικό μας εκπλήσσει τον επισκέπτη του με τον πανάκριβο εξοπλισμό του, προσεκτικά επιλεγμένο σύμφωνα πάντα με τις τελευταίες επιταγές της μόδας, ή να διαμαρτυρόμαστε για την απίστευτη ακρίβεια, ενώ παράλληλα φορτώνουμε τις αποσκευές στο μεγάλο κυβισμού αυτοκίνητό μας για να μεταβούμε στο παραθαλάσσιο εξοχικό μας, λίγες ημέρες μετά την επιστροφή μας από την εκδρομή που πραγματοποιήσαμε στο εξωτερικό.

Είναι, λοιπόν, όλα καλά κι ωραία; Ασφαλώς και όχι! Υπάρχουν, αναμφίβολα, προβλήματα, όπως υπήρχαν πάντα, μα αυτά επ’ ουδενί μπορούν να συγκριθούν με αντίστοιχα που αντιμετώπιζαν κάποτε οι παππούδες μας ή σήμερα άλλα κράτη του πλανήτη. Και σίγουρα, άποροι υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα –και σκοπός ενός κράτους πρόνοιας είναι να προσπαθεί να τους βοηθά, όχι όμως με την παροχή επιδομάτων αλλά με τη δημιουργία θέσεων εργασίας– πρέπει όμως κάποια στιγμή –που μάλλον δεν θα υπάρξει ποτέ– να αναλογιστούμε και το παρελθόν για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης. Κάθε φορά που γίνομαι δέκτης γκρίνιας και παραπόνων για τη σύγχρονη πραγματικότητα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, ανακαλώ στη μνήμη μου, σχεδόν με δέος, την περίπτωση –μία από τις πολλές τις οποίες μας έχει κληροδοτήσει το μακρινό παρελθόν– ενός παλιού μουσικού, του Τάσου Χαλκιά, ο οποίος αντίκρισε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά να κείτονται σκοτωμένα έπειτα από βομβαρδισμό της πόλης των Ιωαννίνων, στην οποία και ο ίδιος είχε οδηγηθεί τραυματισμένος κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1941. Κι όμως, ο άνθρωπος αυτός είχε το κουράγιο και τη δύναμη να ορθώσει το ανάστημά του στο μέγιστο χτύπημα της μοίρας κι έπειτα από λίγα χρόνια να ξαναπαντρευτεί, αποκτώντας μάλιστα άλλα δύο παιδιά! Πόσοι από τους σύγχρονους Έλληνες θα είχαμε κατορθώσει κάτι ανάλογο, χωρίς να οδηγηθούμε στην παράνοια ή ακόμη και στην αυτοκτονία;

Ένα άρθρο, βεβαίως, δεν μπορεί να οδηγήσει στην αλλαγή πορείας ενός κράτους ή ενός πολιτισμού που σταδιακά καταρρέει μέσα από τις αντιφάσεις του, τη μίμηση ξενόφερτων προτύπων, την υποβάθμιση και τον ευτελισμό των ανθρώπινων σχέσεων, καθώς και την ανάδυση νέων (ψευτο)προοδευτικών αξιών και αντιλήψεων που υποτίθεται προασπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, για να τα καταπατήσουν με τον πιο βάναυσο τρόπο. Διαβάζοντάς το, άλλοι θα συμφωνήσουν κουνώντας το κεφάλι τους με επιδοκιμασία, άλλοι θα διαφωνήσουν ή θα το προσπεράσουν με αδιαφορία ειδικά αν είναι εκτενές. Σε όποια κατηγορία κι αν ανήκεις, την επόμενη φορά που θα ετοιμαστείς να διαμαρτυρηθείς για τις αυξήσεις στο ρεύμα, τη βενζίνη ή τα καταναλωτικά αγαθά, για τον μισθό που δεν είναι ικανοποιητικός, για τις τιμές των οπωροκηπευτικών που και φέτος ήταν χαμηλές, για τον ήλιο που καίει το καλοκαίρι και το κρύο που σε παγώνει τον χειμώνα, προσπάθησε να μην το κάνεις. Χαμογέλασε με αισιοδοξία και κάνε κάτι που οι πρόγονοί σου πριν μερικές δεκαετίες έπρατταν, καταφέρνοντας να επιβιώσουν από πολέμους, πείνα και άλλες –πραγματικές– καταστροφές: αγωνίσου, πάλεψε νιώθοντας ευγνωμοσύνη για το υπέρτατο αγαθό της ζωής που σου χαρίστηκε, παρά τις αντιξοότητες τις οποίες είναι φυσικό και αναμενόμενο ότι κάποτε θα αντιμετωπίσεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ